Διάλογος με την Ακροδεξιά;

3' 5" χρόνος ανάγνωσης

Ενόψει των σημερινών γερμανικών εκλογών, το παρόν άρθρο αφορά τη σχέση της συνταγματικής φιλελεύθερης δημοκρατίας με αυτούς που τη «μισούν». Το θέμα είναι κεφαλαιώδες. Επιχειρούμε εδώ απλώς κάποιες σκέψεις.

Δεδομένων ότι α) παγκοσμίως διογκώνεται το κύμα αυταρχισμού, καθώς ο αριθμός των χωρών που κυβερνώνται δημοκρατικά εξισώνεται σχεδόν με εκείνες όπου αυτό δεν συμβαίνει, β) σημαντικός αριθμός ψηφοφόρων προτιμά ακροδεξιά κόμματα, γ) στην Ευρώπη χαλαρώνει ή καταργείται η «υγειονομική ζώνη» που τα χώριζε από εκείνα του «δημοκρατικού τόξου», δ) οι ρεπουμπλικανικές αρετές της αλληλεγγύης, του καθήκοντος εύνοιας και ευθύνης προς τους συμπολίτες, του διαλόγου, της ανεκτικότητας και του δημόσιου συμφέροντος συρρικνώνονται επικίνδυνα (αν δεν έχουν εξαϋλωθεί): τίθεται επιτακτικά το ερώτημα εάν και πώς η δημοκρατία θα αντιμετωπίσει τους εχθρούς της. Οφείλει να είναι –και σε ποιο βαθμό–ανεκτική ή μαχόμενη;

Στην Ελλάδα, προ καιρού συζητήθηκε (και) ο εκλογικός αποκλεισμός της Χρυσής Αυγής και φυσικά δεν θα υπεισέλθω στα λεπτοφυή νομολογικά ζητήματα που εγείρονται από το «παράδοξο της δημοκρατίας». Πάντως, το θέμα είναι πώς θα αποφευχθεί η αυτοκτονική μοιρολατρία της ανεκτικής δημοκρατίας, αλλά και πώς η μαχόμενη δημοκρατία δεν θα διολισθήσει σε φιλοαυταρχικό καθεστώς.

Θυμίζοντας πόσο επίκαιρη είναι η ρήση του Kαρλ Λεβενστάιν το 1938, ότι ο φασισμός είναι τέκνο των τεχνολογικών θαυμάτων και των συναισθηματικών μαζών, περιορίζομαι σύντομα στον προβληματισμό που υπάρχει για τη συμπερίληψη ή τον αποκλεισμό εκπροσώπων της λαϊκιστικής, εθνικιστικής και νατιβιστικής άκρας Δεξιάς από διαδικασίες δημόσιας διαβούλευσης. Εδώ ως δημόσια διαβούλευση νοείται κάθε ανταλλαγή απόψεων στη δημόσια σφαίρα για τον σχηματισμό γνώμης και θέλησης γύρω από κοινά διακυβεύματα. Υψιστο διακύβευμα, βέβαια, είναι η συμβίωση υπό συνθήκες ισότητας και ελευθερίας και η κανονιστική δυνατότητα να διαφωνούμε ως πολίτες.

Υψιστο διακύβευμα, βέβαια, είναι η συμβίωση υπό συνθήκες ισότητας και ελευθερίας και η κανονιστική δυνατότητα να διαφωνούμε ως πολίτες.

Τι συμβαίνει όμως όταν στον διάλογο προσέρχονται εταίροι με κακή προαίρεση έναντι πολιτικών θεσμών και φορέων δημόσιας εξουσίας; Συμπεριλαμβάνονται στο «εμείς» της δημοκρατίας; Kαι τι να γίνει με δημοφιλικούς προπαγανδιστές που με «διαβολικές στρατηγικές» διασπείρουν ψευδείς πληροφορίες; Οι απαντήσεις ποικίλλουν. Ο Χάμπερμας θεωρεί πως ακροδεξιά κόμματα όπως η AfD στη Γερμανία πρέπει να περιφρονούνται και να αποκλείονται από τον δημόσιο διάλογο (κάτι που δεν έγινε στο τελευταίο ντιμπέιτ στις γερμανικές εκλογές). Γι’ αυτόν, η δημοκρατική διαβούλευση θεμελιώνεται στη συμπερίληψη και στην ορθολογικότητα της διαδικασίας και όσοι διαφωνούν με αυτές τις αρχές (αυτο)αποκλείονται. Η Σαντάλ Mουφ αμφισβητεί τη διάκριση ανάμεσα σε «καλούς δημοκράτες» και «επικίνδυνη Ακροδεξιά», καθώς έτσι οι ψηφοφόροι της αυτοθυματοποιούνται και τα κόμματά της αναγορεύονται σε γοητευτικούς αουτσάιντερ. Στο πλαίσιο, πάντως, ενός «αγωνιστικού πλουραλισμού», οι μη δημοκράτες δεν μπορούν να στεγαστούν στον δημόσιο διάλογο.

Από την άλλη, υπάρχει ένα επιχείρημα που εστιάζει όχι στους θεσμικούς εκπροσώπους της Ακροδεξιάς αλλά στους υποστηρικτές τους. Είναι εκείνο της «ενσυναισθητικής δημόσιας σφαίρας» (Korstenbroek): Στον δημόσιο διάλογο δεν αρκεί η τήρηση τυπικών κανόνων και η ορθολογική αντιπαράθεση, αλλά πρέπει να υπάρχουν στιγμές αμοιβαίας αναγνώρισης και ανθρώπινης συναλληλίας ανάμεσα σε μέλη διαφορετικών ομάδων. Προσκυρώνονται έτσι α) παράπονα ακροδεξιών ψηφοφόρων για τον στιγματισμό τους από τις ελίτ (αναλώσιμους και σκουπίδια είχαν χαρακτηρίσει οι Κλίντον και Μπάιντεν τους οπαδούς του Τραμπ), β) αιτιάσεις για μη συγγνωστές αδικίες (ανεργία, περιθωριοποίηση κ.ά.).

Τούτο είναι ένα εγ(επι)χείρημα για να γκρεμιστεί το «τείχος της ενσυναίσθησης» (Hochchild) προκειμένου να υπάρξει αλληλοκατανόηση και να μετριαστεί η πόλωση. Εδώ τα Μέσα παίζουν αποφασιστικό και διφορούμενο ρόλο. Το βήμα στους εχθρούς της δημοκρατίας είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε κανονικοποίηση του λόγου της αυταρχίας. Αν δεν τους δοθεί βήμα –χωρίς αυτό να αιτιολογείται επαρκώς–, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα επιταθεί η δυσπιστία τους στο σύστημα και θα λειτουργήσει ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Ιδού η απορία. Ιδού όμως και ο Ορμπαν, ο οποίος μετά την εκλογή του Τραμπ θριαμβολογεί για την άνοδο της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη.

*Ο κ. Νίκος Δεμερτζής είναι καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας και Επικοινωνίας στο ΕΚΠΑ.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT