Εντυπη έκδοση. Ηταν 2016 και οι συγγενείς πεσόντων του αεροσκάφους Νοράτλας «Νίκη 4» περίμεναν με αγωνία να ανοίξει η πόρτα του Ανθρωπολογικού Εργαστηρίου στη Λευκωσία για να λάβουν κάποιες από τις απαντήσεις που αναζητούσαν επί 42 χρόνια. Κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το 1974, το ελληνικό αεροσκάφος καταρρίφθηκε από φίλια πυρά. Πριν από το πρώτο φως, το σημείο καλύφθηκε βιαστικά με χώμα και μπάζα. Αργότερα εκεί, σε μια πυκνοκατοικημένη πλέον περιοχή, ανεγέρθηκε ένα εμβληματικό μνημείο. Ωσπου οι κυπριακές αρχές, σε συνεργασία με ειδικές ομάδες επιστημόνων, αποφάσισαν να προχωρήσουν σε εκτεταμένες έρευνες, να εντοπίσουν τα οστά των στρατιωτών και να ζητήσουν συγγνώμη από τις οικογένειές τους. Συνολικά βρέθηκαν 268 σκελετικά δείγματα. Ακολούθησαν ειδικές αναλύσεις DNA, ταυτοποιήθηκε το 91% των δειγμάτων και αναγνωρίστηκαν 15 πεσόντες.
Το 2016 λοιπόν, σε ένα μεγάλο τραπέζι του Ανθρωπολογικού Εργαστηρίου οι συγγενείς των πεσόντων μπορούσαν αρχικά να δουν τα αντικείμενα που είχαν αποκαλύψει οι ανασκαφές: ένα σχεδόν άθικτο πλαστικό παγούρι, ένα περίστροφο, μια λόγχη, πολλές σφαίρες. Τα φτερά του αεροπλάνου είχαν γίνει σκόνη, η οποία φυλασσόταν σε δεκάδες χάρτινες σακούλες. Κάθε οικογένεια λάμβανε ένα φάκελο με τα δεδομένα των γενετικών εξετάσεων, καθώς και έναν χάρτη με τα ακριβή σημεία όπου εντοπίστηκαν τα οστά κάθε πεσόντος ή προσωπικά αντικείμενα.
Αυτή η χαρτογράφηση δεν ήταν κάτι αμελητέο. Επειτα από ένα τραγικό συμβάν, οι οικείοι των θανόντων αναζητούν πάντοτε απαντήσεις. Οποιοδήποτε στοιχείο για εκείνους είναι σημαντικό στην προσπάθειά τους να ανασυνθέσουν τις τελευταίες στιγμές του ανθρώπου τους, να κατανοήσουν τι ακριβώς έγινε, πώς και πού επήλθε το τέλος. Αυτή η αναζήτηση δεν θα απαλύνει τον πόνο τους, θα τους επιτρέψει όμως να προχωρήσουν χωρίς κενά και ασάφειες.
Στην υπόθεση του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών, ο χώρος καθαρίστηκε αμέσως, προτού ολοκληρωθούν οι έρευνες στο πεδίο, ενώ δεν είχε γίνει ακόμη πλήρης αυτοψία της Πυροσβεστικής. Ενα χρόνο μετά το δυστύχημα, συγγενής θύματος μου έλεγε ότι αναζητούσε ακόμη απαντήσεις και φοβόταν μήπως τα ερωτήματά του έμεναν για πάντα μετέωρα. «Δεν έχει γίνει χαρτογράφηση, κάποια επίσημη αναπαράσταση για να μάθουμε πού βρέθηκε. Δεν ξέρουμε εάν έχουν εντοπιστεί τα πάντα, εάν έχουμε θάψει όλο τον αδελφό μου…». Είναι χρέος της πολιτείας να δίνει αυτές τις απαντήσεις.

