Τελικά, τι είναι καλύτερο; Ποιο είδος ανταποκρίνεται περισσότερο στον μύθο της Μαρίας Κάλλας; Το ντοκιμαντέρ ή η μυθοπλασία; Μήπως η πιο τρυφερή και αξιόπιστη άποψη είναι η φράση μιας σπουδαίας λυρικής καλλιτέχνιδος: «Αφήστε την Κάλλας να πεθάνει»; Αφήστε, δηλαδή, την Κάλλας στη βασιλεία της, χωρίς προσπάθειες ερμηνειών, εικονογραφικών αποτυπώσεων, ιλουστρασιόν «εκτυπώσεων», οπερετικών εξιστορήσεων.
Τα ερωτήματα προκύπτουν αβίαστα καθώς συμπίπτει, αυτήν την περίοδο, να προβάλλεται η τηλεοπτική σειρά της ΕΡΤ «Η Μαρία που έγινε Κάλλας», της Ολγας Μαλέα, και, από την περασμένη Πέμπτη, το ντοκιμαντέρ «Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία» των Μιχάλη Ασθενίδη και Βασίλη Λούρα. Η σύμπτωση θα ήταν αδιάφορη αν και οι δύο παραγωγές δεν εστίαζαν στα λιγότερο γνωστά, αλλά καθοριστικά, χρόνια της Κάλλας στην Ελλάδα, 1937-1945. Και τα δύο στηρίζονται στο πολύτιμο βιβλίο «Η άγνωστη Κάλλας» του συγγραφέα και ιστορικού Νίκου Πετσάλη-Διομήδη.
Σε αυτήν την αναφορά, όμως, σταματά οποιαδήποτε παραλληλία. Γιατί όχι μόνο το περιεχόμενο των δύο παραγωγών αλλά και το αποτέλεσμα είναι σε αντίθετες όχθες. Πώς εξηγείται; Γιατί μια έμπειρη, αναγνωρισμένη και με επιτυχίες στο ενεργητικό της σκηνοθέτις όπως η Ολγα Μαλέα, υπογράφει μια αδύναμη, ατελή από κάθε άποψη, σειρά; Τι την οδήγησε σε μια τόσο αδιάφορη εκδοχή, ανέμπνευστη, από την οποία δεν απουσιάζει μόνον η ατμόσφαιρα της εποχής, αλλά και της ίδιας της Κάλλας; Με ακαθοδήγητους ηθοποιούς και εξόφθαλμες προχειρότητες;
Δεν υπάρχουν αποκαλυπτικές ερμηνείες ηθοποιών που την υποδύονται, μόνον «αποκαλυπτικές» βιωμένες ιστορίες από τους «δικούς της» ανθρώπους.
Το ντοκιμαντέρ μάς βοηθάει να ανασυνθέσουμε μια διαδρομή σύνθετη και τραυματική, σε μια πόλη υπό κατοχή, σε μια Αθήνα αφιλόξενη, που ζει στον φόβο και στην ακραία στέρηση. Η Μαίρη Καλογεροπούλου (14 χρόνων έφτασε στην Αθήνα από τη Ν. Υόρκη, μαζί με τη μητέρα της και την αδελφή της) είχε μια ζωή που έβγαινε από τα «σωθικά» της πόλης: «Εσωτερική δύναμη αλλά και αντίσταση σε κάθε δυσκολία και σε κάθε κακοποιητική συμπεριφορά». Η ανασύσταση εκείνης της 8ετίας (αλλά και αργότερα, όταν επέστρεψε, ντίβα πλέον, από το 1957 και μετά, για να εμφανιστεί στο Ηρώδειο και στην Επίδαυρο) γίνεται με επιλεκτικά οργανωμένες αφηγήσεις ανθρώπων που την ήξεραν καλά ή τη μελέτησαν στα νεότερα χρόνια, δικές της συνεντεύξεις, ανέκδοτα βίντεο και ηχογραφήσεις. Οχι μόνο τεκμήρια που πλουτίζουν αλλά και μια διασύνδεση της αμφίδρομης σχέσης της πόλης/της χώρας με την Κάλλας. «…Ολος ο κόσμος μού έδωσε τιμές, αλλά το αίμα μου είναι ελληνικό κι αυτό δεν το σβήνει κανείς. Εδώ πέρα επικράθηκα, ναι. Πολλοί μου έκαναν πόλεμο άδικο…», την ακούμε να λέει.
Ναι, το ντοκιμαντέρ ταιριάζει στην Κάλλας. Δεν αναπαρίσταται με τη μυθοπλασία η αίσθηση μιας καλλιτέχνιδος «που γίνεται η ίδια η μουσική» όταν τραγουδάει, που έχει αυτήν την «πελώρια φωνή», που κάθε της έκφραση, νεύμα, δήλωση, κίνηση, αντίδραση, στη σκηνή και στη ζωή, έχει μπει στο μικροσκόπιο τόσο της ανάλυσης όσο και της στρέβλωσης. Δεν υπάρχουν αποκαλυπτικές ερμηνείες ηθοποιών που υποδύονται την Κάλλας. Μόνον «αποκαλυπτικές» βιωμένες ιστορίες από τους «δικούς της» ανθρώπους, πτυχές που δεν τροφοδοτούν τη βουλιμία του κοινού, αλλά ορθώνουν ένα τείχος προστασίας. Με φροντίδα, προσοχή και ταπεινότητα.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, απομονωμένη στο διαμέρισμά της στο Παρίσι, μελετά με τη βοήθεια της στενής της φίλης Βάσως Δεβετζή, ηχογραφώντας σε ένα παλιό μαγνητόφωνο. Με μια σχεδόν κατεστραμμένη μαγνητοταινία, από τον Αύγουστο του 1977 –λίγες μόνον ημέρες πριν από τον θάνατό της, που βρέθηκε στο αρχείο της Βάσως Δεβετζή– κλείνει το ντοκιμαντέρ. Με τα λόγια της προσευχής από τη «Δύναμη του πεπρωμένου». «Ενα πράγμα, Μαρία, με συγχωρείς πάρα πολύ… Μια νότα που πρέπει οπωσδήποτε να την προσέξεις», ακούγεται η Δεβετζή. «Το λα;» ρωτάει η Κάλλας. «Το λα, η δεύτερη… Ταα-τα! Πάρ’ το λα και πήγαινε…». Ετσι κι έγινε. Πήρε το λα και έφυγε.

