«H ελληνική κυβέρνηση έχει ενημερώσει την κυβέρνηση της Τουρκίας, σε πολλές περιπτώσεις, επισήμως και με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, ότι το Πρακτικό της Βέρνης έχει καταστεί παρωχημένο και ανενεργό (obsolete and inoperative), καθώς οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, τις οποίες αφορούσε αποκλειστικά, έχουν λήξει».
Επιστολή του μόνιμου αντιπροσώπου της Ελλάδος στον ΟΗΕ, Μιχαήλ Δούντα, προς το Συμβούλιο Ασφαλείας, 27 Μαρτίου 1987 UN Doc S/18759.
Η επιθεώρηση βυθού, που είναι απαραίτητη για την πόντιση ηλεκτρικού καλωδίου μεταξύ Ελλάδας – Κύπρου, έχει δημιουργήσει ελληνοτουρκική ένταση. Η Τουρκία για πολλοστή φορά επανέρχεται στο λεγόμενο Πρακτικό της Βέρνης, ισχυριζόμενη ότι είναι ακόμη εν ισχύι. Επειδή συχνά ως απάντηση αναφέρεται η φράση «οι θέσεις των δύο πλευρών είναι γνωστές επί του θέματος», σκόπιμο είναι να υπενθυμίσουμε ποιες είναι οι δικές μας θέσεις.
Μετά την ελληνοτουρκική κρίση με το «Σισμίκ» το 1976, Ελλάδα και Τουρκία υπέγραψαν το 1976 στη Βέρνη της Ελβετίας «Πρακτικόν επί της ακολουθητέας διαδικασίας διά την οριοθέτησιν της υφαλοκρηπίδας μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας», γνωστότερο ως το «Πρακτικό της Βέρνης». Με αυτό καθιέρωναν κανόνες συμπεριφοράς ενόψει των συνομιλιών τους. Η Τουρκία αποδεχόταν ότι η διαφορά είχε νομικό χαρακτήρα, διότι συμφωνούσε να μελετηθούν οι διεθνείς κανόνες οριοθετήσεως της υφαλοκρηπίδας. Η ελληνική πλευρά συμφωνούσε στην επανέναρξη απευθείας διαπραγματεύσεων, ενώ παράλληλα συνεχιζόταν και η (εν τέλει αλυσιτελής) διαδικασία της ελληνικής προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο.
Δύο προβλήματα έχουν έκτοτε προκύψει. Το πρώτο αφορά τη γεωγραφική περιοχή που καλύπτει το Πρακτικό. Στο κείμενο χρησιμοποιείται ο όρος «υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου». Η Τουρκία θεωρεί ότι στον συγκεκριμένο όρο περιλαμβάνεται ολόκληρη η υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, πέραν των χωρικών υδάτων. Γι’ αυτό και αντιδρά σε έρευνες που γίνονται ελάχιστα έξω από τα ελληνικά χωρικά ύδατα των 6 ν. μιλίων (π.χ. στα 7 ν. μίλια, όπως έγινε τώρα στην Κρήτη). Η απάντηση είναι ότι στην παράγραφο 6 του Πρακτικού αναφέρεται η αποχή από κάθε πρωτοβουλία ή πράξη σχετική προς την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, «η οποία θα μπορούσε να παρενοχλήσει τη διαπραγμάτευση». Σύμφωνα με την αρχή της καλής πίστεως, όπως αυτή εφαρμόζεται για την ερμηνεία των διεθνών συνθηκών, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι όλες οι περιοχές της υφαλοκρηπίδας παρενοχλούν τη διαπραγμάτευση. Προφανώς, το Πρακτικό της Βέρνης αναφέρεται σε περιοχές της υφαλοκρηπίδας επί των οποίων υπάρχουν επικαλυπτόμενες διεκδικήσεις των δύο χωρών (και σίγουρα όχι έξω από την Κρήτη).
Το δεύτερο σημείο σχετίζεται με τη χρονική διάρκεια του Πρακτικού. Η Τουρκία ισχυρίζεται ότι το Πρακτικό παραμένει εν ισχύι διότι δεν έχει χρονικό περιορισμό ούτε υπάρχει πρόβλεψη για καταγγελία του. Αντιθέτως, η Ελλάδα διατείνεται ότι το Πρακτικό της Βέρνης ήταν «σε άμεση συνάρτηση» με τις διαπραγματεύσεις που διεκόπησαν το 1980 με τουρκική υπαιτιότητα. Επομένως, το Πρακτικό έπαψε να ισχύει μετά το 1980. Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, ακόμη κι αν δεν υπάρχει ρητή διάταξη που να προβλέπει την καταγγελία της συμφωνίας, αυτό το δικαίωμα υπάρχει εάν «συνάγεται εκ της φύσεως της συνθήκης» και ισχύει 12 μήνες μετά τη γνωστοποίησή της.* Η Ελλάδα απέστειλε σχετική ρηματική διακοίνωση καταγγελίας το 1986 και δήλωσε ρητώς με επιστολή της στο Συμβούλιο Ασφαλείας το 1987 ότι το Πρακτικό της Βέρνης είναι παρωχημένο και ανενεργό (obsolete and inoperative). Επομένως, σε έσχατη περίπτωση, το Πρακτικό της Βέρνης έπαυσε να ισχύει δώδεκα μήνες μετά, δηλαδή από τον Μάρτιο του 1988.
Τέλος, να επισημανθεί ότι η πρακτική που προσπαθεί να επιβάλει η Τουρκία σχετικά με τα καλώδια είναι εξαιρετικά επικίνδυνη. Με τη ρητορική που αναπτύσσει, σε επόμενη φάση η Τουρκία θα επιχειρήσει να εμποδίσει τη διασύνδεση των ελληνικών νησιών με την ηπειρωτική Ελλάδα μέσω καλωδίου και να τα καταδικάσει έτσι στην υπανάπτυξη. Εκτός του ότι το Πρακτικό της Βέρνης δεν ισχύει, η πόντιση καλωδίων είναι μία από τις ελευθερίες των θαλασσών (άρθρο 87 Συμβάσεως για το Δίκαιο της Θάλασσας – 1982).
* Βλ. Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών (1969), άρθρο 56, εδάφια β΄ και γ΄.
*Ο κ. Αγγελος Μ. Συρίγος είναι καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής, βουλευτής της Ν.Δ. στην Α΄ Αθηνών.

