Δεν είναι από τα θέματα στα οποία αναφέρεται κανείς χωρίς έναν κόμπο στο στομάχι. Και αυτός πρέπει να χαλαρώσει· όχι μόνο γιατί ο θάνατος τον 21ο αιώνα μάς ζώνει από παντού (πανδημίες, πόλεμοι, φυσικές καταστροφές, εθνικές τραγωδίες) αλλά και γιατί η προετοιμασία για το αναπόφευκτο τέλος, σε ατομικό επίπεδο, είναι, εξίσου, μια διαδικασία υψηλού κοινωνικού συμβολισμού και πολιτικής αναγκαιότητας.
Δύο πολύ σημαντικοί σκηνοθέτες του κινηματογράφου ανέδειξαν, συμπτωματικά, με τις τελευταίες τους ταινίες ζητήματα όπως η υποβοηθούμενη αυτοκτονία και οι μονάδες παρηγορητικής φροντίδας. «Το διπλανό δωμάτιο» του Πέδρο Αλμοδόβαρ (προβλήθηκε ήδη) και η «Τελευταία πνοή» του Κώστα Γαβρά, που θα κυκλοφορήσει στις αίθουσες την ερχόμενη Πέμπτη. Την ίδια ημέρα (20/2) μια συζήτηση στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση θα θέσει τα ερωτήματα: Μπορούμε να επιλέξουμε έναν ήρεμο και ανθρώπινο θάνατο, όταν η ζωή μας έχει φτάσει σε σημείο όπου ο πόνος και η αδυναμία είναι αφόρητα;
Το βρετανικό κοινοβούλιο, διαβάζουμε, ψήφισε, πρόσφατα, υπέρ της νομιμοποίησης της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας ενηλίκων ασθενών τελικού σταδίου, με προσδόκιμο ζωής έξι μηνών και κάτω. Προστίθεται έτσι η Αγγλία στα λίγα (ευρωπαϊκά) κράτη που έχουν νομιμοποιήσει τη διαδικασία, όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ελβετία, όλα υπό όρους. Στη Γαλλία, επίσης, ο πρόεδρος Μακρόν έφερε το θέμα στο πολιτικό προσκήνιο μιλώντας για «βοήθεια στον θάνατο» και για τη νομική προοπτική εντός αυστηρού πλαισίου.
Οπως λέει ένας από τους ήρωες της «Τελευταίας πνοής», «η ζωή είναι ιερή ακόμη κι όταν είναι κατεστραμμένη».
«Πιστεύω ότι το να αποχαιρετούμε αυτόν τον κόσμο σωστά και με αξιοπρέπεια είναι θεμελιώδες δικαίωμα κάθε ανθρώπου», υπογράμμισε ο Αλμοδόβαρ, προτρέποντας «τους πιστούς όλων των θρησκειών να σέβονται και να μην παρεμβαίνουν σε ατομικές αποφάσεις για το θέμα αυτό». Και ο Γαβράς φωτίζει το «τέλος» από τη δική του πλευρά: «Ο τρόμος του θανάτου και η παντελής έλλειψη προετοιμασίας οδηγούν στην άρνηση του αναπόφευκτου. Με άλλα λόγια, στην άρνηση να ζήσουμε ως θνητοί». Στην ταινία του παρακολουθεί ιστορίες ανθρώπων που διανύουν τα τελευταία χιλιόμετρα (ίσως και απλώς μέτρα) του βίου τους σε μονάδες παρηγορητικής φροντίδας, βασιζόμενος στο ομώνυμο βιβλίο του φιλοσόφου Ρεζί Ντεμπρέ και του γιατρού Κλοντ Γκραντζ, «Le dernier souffle: Accompagner la fin de vie» (εκδ. Γκαλιμάρ, 2023).
O 92χρονος Kώστας Γαβράς ένιωσε την ανάγκη να γυρίσει αυτήν ταινία όχι μόνο γιατί αισθάνεται τον «δικό του ορίζοντα του τέλους να πλησιάζει κάθε μέρα», αλλά και γιατί, όπως λέει ένας από τους ήρωες του έργου, «το τέλος της ζωής είναι ακόμη ζωή». Και αυτό το υποστηρίζει κινηματογραφικά με απλότητα, ειλικρίνεια, αμεσότητα, σεβασμό απέναντι στην αγωνία, κατανόηση στον πανικό· και, κυρίως, βαθιά συνείδηση ότι η «ζωή είναι ιερή ακόμη κι όταν είναι κατεστραμμένη» («Κ», 10/12/2024).
Ο Γάλλος διανοούμενος και φιλόσοφος Ρεζί Ντεμπρέ αναδεικνύει μια καθοριστική πτυχή: «Δεν μας τρομάζει πλέον ο μαζικός θάνατος, έχουμε μάθει πώς να τον προσεγγίζουμε, εξαιτίας ολοκαυτωμάτων, επιδημιών, πολέμων. Με εκατοντάδες, χιλιάδες ή και εκατομμύρια νεκρούς, έχουμε κατακτήσει την τέχνη της αντιμετώπισης του θανάτου. Εκείνο που μας ταράζει, που μας κάνει να χάνουμε τα πατήματά μας είναι όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με έναν και μόνο θάνατο». Αποφεύγουμε την ακρίβεια των λέξεων. «Μιλάμε για το “τέλος της ζωής”. Δημιουργούμε φράσεις που παρακάμπτουν την αλήθεια, που δεν την αντιμετωπίζουν».
Το υπαρξιακό ναρκοπέδιο δεν απαλλάσσει την πολιτική από τις ευθύνες της. Η διαχείριση του θανάτου, μέσα σε μονάδες παρηγορητικής φροντίδας ή η υποβοηθούμενη αυτοκτονία είναι αρμοδιότητα και ευθύνη της πολιτείας. Η δική της προσέγγιση βοηθάει να αισθανθούμε επαρκώς ασφαλείς και όχι απομονωμένοι και εγκαταλελειμμένοι. Η συμφιλίωση με τον θάνατο θέλει χρόνο, ψυχική και διανοητική ευρυχωρία. Εχει ανάγκη από ένα δημόσιο λόγο και διάλογο που να κάνει τους ανθρώπους λιγότερο σκληρούς. Μοιάζει αφελές σε αυτήν την ασφυκτικά κυνική εποχή, αλλά δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Η τέχνη (εν προκειμένω ο κινηματογράφος), που αναλαμβάνει να «σηκώσει» λίγο από το βάρος της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας, εμποδίζει το άγχος και τον φόβο να γιγαντωθούν. Μας βοηθάει να μην ξεχνάμε ότι ο θάνατος μας ακολουθεί και μας ορίζει, είναι στο «διπλανό δωμάτιο», είτε το αντιλαμβανόμαστε και το επεξεργαζόμαστε είτε το απωθούμε.

