Ικέτες ή παραγωγοί στην αμυντική βιομηχανία;

3' 14" χρόνος ανάγνωσης

Η υπόθεση των πυραύλων Meteor δικαιολογημένα έχει τραβήξει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Η πιθανή πώλησή τους στην Τουρκία θα ανατρέψει τους συσχετισμούς αεροπορικής ισχύος, όπως έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια μετά την αγορά των μαχητικών αεροσκαφών Rafale και τον εκσυγχρονισμό των F-16. Πρόκειται για έναν πύραυλο αέρος – αέρος μεγάλου βεληνεκούς και ταχύτητας που επιτρέπει στην Πολεμική Αεροπορία να έχει το πάνω χέρι στους αιθέρες. Εφόσον τελικά το Παρίσι δώσει την έγκρισή του και η Αγκυρα αποκτήσει τον πύραυλο, θα είναι η δεύτερη φορά τα τελευταία χρόνια που η Ελλάδα στερείται ενός στρατηγικού πλεονεκτήματος. Η πρώτη συνέβη μετά την απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης να πωλήσει υποβρύχια τύπου 214 στην Τουρκία, ώστε να εξισορροπήσει την ελληνική υπεροπλία στον βυθό του Αιγαίου.

Αυτές οι εξελίξεις οδηγούν σε ορισμένα διαφωτιστικά συμπεράσματα. Πρώτον, η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη στον τομέα της άμυνας είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη. Οι μεγάλες χώρες-παραγωγοί αμυντικών συστημάτων ιεραρχούν τα οικονομικά τους συμφέροντα ως πιο σημαντικά από τις δικές μας αμυντικές ανάγκες. Από τη στιγμή που η άλλη πλευρά μπορεί να διαθέσει μεγαλύτερα κονδύλια για την αγορά αμυντικού υλικού, η Αθήνα θα βρίσκεται πάντα σε δυσχερή θέση. Δεύτερον, η Τουρκία συνεχίζει να αντιμετωπίζει την Ελλάδα ως μια ανταγωνιστική, σχεδόν εχθρική, δύναμη που δεν πρέπει να υπερτερεί στρατιωτικά στην ξηρά, στον αέρα ή στη θάλασσα. Αυτό το γεγονός θα έπρεπε να προβληματίζει τους «μη ανησυχούντες» στον πολιτικό και ακαδημαϊκό κόσμο, οι οποίοι εξακολουθούν να αντιλαμβάνονται την Τουρκία περίπου σαν μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα. Τρίτον, η διπλωματία των «ήρεμων νερών» αποδεικνύεται δίκοπο μαχαίρι για την ελληνική πλευρά. Από τη μία, η τουρκική αεροπορία σταμάτησε τις παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου, με ό,τι θετικό αυτό συνεπάγεται. Από την άλλη, η Αγκυρα εκμεταλλεύεται ξεκάθαρα την ύφεση με την Αθήνα για να επιτύχει την αναβάθμιση των ενόπλων δυνάμεών της.

Δεν υπάρχουν πολλές λύσεις μπροστά μας αν θέλουμε να διαφυλαχθούν τα εθνικά μας συμφέροντα τις επόμενες δεκαετίες. Μόνο η ανάπτυξη μιας ισχυρής εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας σε μια υγιή βάση θα μας απαλλάξει από τον ρόλο του ικέτη στον κρίσιμο τομέα των εξοπλισμών. Απαιτείται μια νέα εθνική στρατηγική που θα προτάσσει ρεαλιστικούς στόχους προκειμένου η αμυντική βιομηχανία να καταστεί εργαλείο σκληρής ισχύος.

Η ιδιωτικοποίηση δεν είναι ποτέ μια απλή υπόθεση, όπως έχει φανεί στην περίπτωση της ΕΛΒΟ και της ΕΑΒ. Ο ρόλος του κράτους πρέπει να περιοριστεί, αφού οι μέχρι τώρα εμπειρίες είναι πραγματικά απογοητευτικές. Μετά το 1981, αυτός ο στρατηγικός κλάδος αντιμετωπίστηκε σαν μια προέκταση του κομματικού κράτους. Σήμερα ευτυχώς ανθεί στη χώρα μας μια σχετικά μικρή, αλλά πολλά υποσχόμενη, ιδιωτική αμυντική βιομηχανία, που έχει μάλιστα σημειώσει και σημαντικές εξαγωγικές επιτυχίες.

Ωστόσο, ο πήχυς των προσδοκιών δεν πρέπει να μπει πολύ ψηλά. Η Ελλάδα δεν μπορεί να κατασκευάσει το δικό της μαχητικό αεροσκάφος ή πυραυλικά συστήματα. Απαιτούνται οικονομικοί πόροι που δεν υπάρχουν και δεν θα υπάρξουν στο προβλέψιμο μέλλον. Για αυτό είναι επιτακτική ανάγκη να αυξηθεί η ελληνική συμμετοχή σε ευρωπαϊκές κοινοπραξίες που θα επικεντρωθούν στην ανάπτυξη και παραγωγή μεγάλων αμυντικών συστημάτων (π.χ. μαχητικά αεροσκάφη έκτης γενιάς). Ετσι θα υπερκεραστούν οι δομικές αδυναμίες μας και θα αποκτήσουμε προνομιακή πρόσβαση σε εξοπλισμό τελευταίας γενιάς.

Παράλληλα, χρειάζεται η σύμπραξη δημόσιου – ιδιωτικού τομέα και επιστημονικής κοινότητας για την παραγωγή νέων τεχνολογιών με διττή χρήση, δηλαδή αμυντική και εμπορική. Η πρόσφατη ίδρυση του Ελληνικού Κέντρου Αμυντικής Καινοτομίας είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά ακόμα απουσιάζει το όραμα. Αν κάτι μάθαμε από τον πόλεμο στην Ουκρανία είναι ότι η έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην τρισδιάστατη εκτύπωση για την υποστήριξη μιας ισχυρής και ευέλικτης διοικητικής μέριμνας, στα μη επανδρωμένα εναέρια και υποβρύχια συστήματα, στον κυβερνοπόλεμο για την αποδιοργάνωση του αντιπάλου και στην ανάλυση μεγα-δεδομένων για την καλύτερη κατανομή δυνάμεων στο θέατρο επιχειρήσεων. Σε έναν κόσμο όπου πρυτανεύει το εθνικό συμφέρον, συνιστά επικίνδυνη αφέλεια η υπέρμετρη εξάρτηση από ξένους προμηθευτές.

*Ο κ. Μάνος Καραγιάννης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Reader in International Security στο King’s College London. Το βιβλίο του «Αποτροπή και Αμυνα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT