Η Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας εορτάζεται στις 9 Φεβρουαρίου, ημέρα μνήμης της τελευτής του Διονύσιου Σολωμού, του εθνικού ποιητή του νεοελληνικού κράτους. Μοναδική στο περιεχόμενο και στην έκφρασή της, η Ελληνική Γλώσσα αποτελεί όχημα της Ελληνικής Παιδείας, που στοχεύει συνειδητά στην καλλιέργεια του ιδανικού ενός ανώτερου τύπου ανθρώπου και πολίτη.
Μία από τις πιο αξιοσημείωτες συνεισφορές των Ελλήνων στον πολιτισμό είναι η ανύψωση του ανθρώπου στο επίκεντρο του αξιακού τους συστήματος, δημιουργώντας έναν ανθρωποκεντρικό πολιτισμό. Στην αρχαία ελληνική γραμματεία διαβάζουμε: «Πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος», δηλαδή, «ο άνθρωπος είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων». Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος αποδίδει αξία σε όλα τα πράγματα και λειτουργεί ως η αξία με βάση την οποία μετριούνται και αξιολογούνται όλα τα ζητήματα που αφορούν την ανθρωπότητα. Ας αναλογιστούμε σήμερα κατά πόσο η νεωτερικότητα προτεραιοποιεί τον άνθρωπο ως την ύψιστη αξία στην τρέχουσα αξιακή της ιεραρχία, όταν λαμβάνονται οι αποφάσεις.
Οι Έλληνες δημιούργησαν μια ανθρωποκεντρική πολιτική κοινωνία που γέννησε την δημοκρατία ως έκφραση της ελευθερίας. Η δημοκρατία, στην αυθεντική της έννοια, αντιπροσωπεύει την αυτοκυβερνώμενη πόλη-κράτος. Αυτό το πολίτευμα της αυτοκυβερνώμενης κοινωνικής συλλογικότητας υπήρχε αποκλειστικά στον ελληνικό κόσμο και δεν έχει αναπαραχθεί αλλού σε αυτήν την μορφή. Για αυτόν τον λόγο εκφράζεται και περιγράφεται μόνο στην Ελληνική Γλώσσα με λέξεις που ενσαρκώνουν τις μοναδικές ποιότητες της δημοκρατίας του ελληνικού κόσμου και δεν υπάρχουν ισοδύναμες λέξεις σε άλλες γλώσσες με αυτό το περιεχόμενο. Οι λέξεις αυτές μπορούν να αποδοθούν μόνο μέσω περιγραφικών περιφραστικών εκφράσεων σε άλλες γλώσσες.
Το σώμα των πολιτών στην αρχαία ελληνική δημοκρατία, ο δῆμος, διακηρύσσει ότι είναι κυρίαρχος. Κάθε πολίτης είναι αὐτόνομος, ζώντας σύμφωνα με τους δικούς του νόμους που θέσπισε στην πόλη -κράτος, αὐτόδικος, αυτονομοθετούμενος με ανεξάρτητη δικαιοδοσία, με δικά του δικαστήρια, και αὐτοτελής, καθ’εαυτόν πλήρης και αυτοδιοικούμενος. Αυτοί οι όροι αποδίδουν την θέση και τον αυτοπροσδιορισμό των πολιτών στην δημοκρατία της Αθήνας.
Η ελληνική δημοκρατία στηρίχθηκε σε τρεις πυλώνες, οι οποίοι εκφράζονται, επίσης, με μοναδικές λέξεις. Ο πρώτος πυλώνας είναι η ἰσοπολιτεία, που σημαίνει ότι όλοι οι πολίτες είναι καθόλα ίσοι. Με άλλα λόγια, οι πολίτες συμμετέχουν στην διακυβέρνηση της πόλης-κράτους τους ανεξαρτήτως της κοινωνικής ή οικονομικής τους θέσης, και η ψήφος του κάθε πολίτη έχει την ίδια βαρύτητα, ἰσοψηφία. Επιπλέον, η ψῆφος, έχει διαφορετική σημασία από αυτή που αποδίδεται σήμερα, δηλαδή σημαίνει ότι κάθε πολίτης συμμετέχει άμεσα στη λήψη αποφάσεων για κάθε νόμο, διάταγμα ή δικαιοδοσία. Δεν είναι μία ψήφος για αντιπροσώπους, αλλά μία ψήφος άμεση διαρκούς συμμετοχής όλων των πολιτών στα δημόσια ζητήματα. Το ίδιο ισχύει και για την απονομή της δικαιοσύνης στα δικαστήρια. Δεν υπάρχουν επαγγελματίες δικαστές, τα δικαστήρια είναι δικαστήρια πολιτών, όπου όλοι οι ένορκοι είναι πολίτες που επιλέγονται με κλήρωση και έχουν ίση ψήφο.
Ο δεύτερος πυλώνας είναι η ἰσονομία. Ο όρος εκφράζει την ισότητα των πολιτών ως προς τον νόμο, αλλά με περιεχόμενο που είναι πολύ ευρύτερο από ένα παθητικό δικαίωμα ισότητας. Αντίθετα, η ισονομία, στην αρχική της έννοια, εκφράζει την ισότιμη ενεργή γενική συμμετοχή όλων των πολιτών στα δημόσια πράγματα και στη διοίκηση της δικαιοσύνης. Αυτή η συμμετοχή πραγματοποιείται με βάση τους κανόνες και νόμους της δημοκρατικής πολιτείας που ακολουθούν το ἦθος της πολιτείας. Σύμφωνα με τον αθηναϊκό νόμο, ένας πολίτης που δεν παίρνει θέση όταν η πόλη βρίσκεται σε εσωτερική διαμάχη χαρακτηρίζεται ἄτιμος, δηλαδή στερείται των πολιτικών του δικαιωμάτων.
Ο τρίτος πυλώνας είναι η ἰσηγορία. Όλοι οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να μιλούν, και να εκφράζουν τις απόψεις τους ως ίσοι. Η ομιλία στον δημόσιο χώρο αποτελεί ηθική υποχρέωση, και οι πολίτες εκφράζουν τις απόψεις τους με παρρησία. Η παρρησία είναι σύνθετη λέξη από τους όρους πᾶς (ο καθένας) και ῥῆσις (λέγω) και ενσωματώνει σωρευτικά τρεις έννοιες: την ειλικρίνεια, την ευθύτητα και την ελευθερία λόγου.
Αυτοί οι μοναδικοί όροι περιγράφουν το ασύγκριτο ιστορικό παράδειγμα της δημοκρατίας του ελληνικού κόσμου. Ο πολιτικός πολιτισμός των Ελλήνων συνοψίζεται στο μέσο αυτοπαθητικό ρήμα δημεύομαι. Αυτή η μία λέξη περιγράφει ολόκληρη τη σύσταση της αθηναϊκής δημοκρατίας: σημαίνει ότι το πολιτικό σύστημα το κατέχουν οι πολίτες, με την έννοια ότι η πολιτεία κυβερνιέται από τους πολίτες της και συγχρόνως κυβερνάει τους πολίτες της. Διαβάζουμε στον Ευριπίδη: «Τὸ κράτος δεδήμευται». Ποιο σύγχρονο κράτος μπορεί να ισχυριστεί ότι «δημεύεται» σήμερα και να αποδώσει το ίδιο νόημα σε όλους αυτούς τους μοναδικούς ελληνικούς όρους, φορείς εννοιών πολιτικής ελευθερίας και αυτονομίας;
Οι Έλληνες προώθησαν την ανάπτυξη ενός τύπου πολίτη που είναι ὑψίπολις, δηλαδή υψώνεται ως πολιτική ατομικότητα για την πόλη-κράτος του και εμπνέεει την κοινωνική συλλογικότητα στην οποία ανήκει, ώστε να καθιερώσει ένα καθολικό πρότυπο πολίτη. Ο ὑψίπολις είναι ο ενάρετος πολίτης που προάγει την διακυβέρνηση της πόλης-κράτους του και σέβεται τους γραπτούς και άγραφους νόμους. Αυτή η αίσθηση της πολιτικής ατομικότητας διαφέρει σημαντικά από τη σύγχρονη εμπειρία του «εγώ» της νεωτερικότητας, που συχνά επικεντρώνεται σε ένα άτομο εστιασμένο κυρίως στον εαυτό του δραστηριοποιούμενο σχεδόν αποκλειστικά στην σφαίρα της ιδιωτικής του ζωής.
Ο πολιτικός πολιτισμός των Ελλήνων περιλαμβάνει μια πολιτική ατομικότητα που εκφράζει ιδέες και συναισθήματα που είναι μεν προσωπικά, αλλά ταυτόχρονα εγγράφονται σε καθολικά πρότυπα αρχών και αξιών με γνώμονα την ελευθερία και την ευθύνη. Σε αντίθεση με τον δυτικό ατομικισμό, η έκφραση προσωπικών συναισθημάτων και σκέψεων στον ελληνικό πολιτισμό δεν ήταν αμιγώς υποκειμενική, αφού οι Έλληνες ενσωμάτωσαν την ολότητα του αντικειμενικού κόσμου και των νόμων που τους περιβάλλουν στην δική τους προσωπικότητά και εφάρμοζαν στον βίο τους αυτούς τους νόμους που αντιπροσωπεύονταν μέσα τους ως αξίες.
Καταλήγοντας, η ελληνική γλώσσα αντικατοπτρίζει το δημοκρατικό ιδεώδες των Ελλήνων, οι οποίοι αντιλαμβάνονται την ελευθερία και τη συνείδηση της αυτονομίας τους, χωρίς να εγκαταλείπουν το είναι τους στη σφαίρα της υποκειμενικής σκέψης και του συναισθήματος, αλλά καθιστώντας τους εαυτούς τους αντικειμενική αξία για ολόκληρη την πολιτική κοινότητα στη δημοκρατική πόλη. Ποιο είναι το ισοδύναμο ιδεώδες της νεωτερικότητας; Απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα μπορούν να βρεθούν στην ελληνική γλώσσα, καθιστώντας την μία γλώσσα πρωτοποριακή που αποτελεί ακόμα σήμερα όχημα προηγμένων ιδεωδών και ενός προτάγματος αυτονομίας για τη νεωτερικότητα.
*Η καθηγήτρια Πολυβία Παραρά διδάσκει Ελληνικές Σπουδές στο Τμήμα Κλασσικών Σπουδών, του πανεπιστημίου University of Maryland College Park, στις ΗΠΑ.

