Είναι όλες οι διαμαρτυρίες «αντι-συστημικές»; Υπάρχει δημιουργικός «αντισυστημισμός», που να οδηγεί σε πρόοδο; Σε αυτή την ερώτηση της «Κ», με αφορμή τη μεγάλη διαδήλωση για τα Τέμπη, προσπαθεί να απαντήσει τούτο το άρθρο.
Το πρώτο ζήτημα είναι αν ισχύει ακόμη αυτή η διχοτομική διάκριση σε συστημικές και αντισυστημικές δυνάμεις μετά την άνοδο του Τραμπ στην εξουσία στις ΗΠΑ, αλλά και μετά την απειλητική άνοδο της ακραίας Δεξιάς στο πολιτικό στερέωμα της Ευρώπης; Θα ονόμαζε κανείς «αντισυστημική» την αφρόκρεμα των γιγάντιων επιχειρήσεων στους πιο προωθημένους τομείς της οικονομίας που τον στηρίζει ενεργά, και την επιλεκτική εκ μέρους τους υποστήριξη ακροδεξιών δυνάμεων στην Ευρώπη; Ενδεχομένως, αντί αυτής της γενικευτικής ορολογίας θα είχε μεγαλύτερη σημασία η στάση απέναντι στη δημοκρατία, στα δικαιώματα και στους κανόνες της. Ο Πίτερ Τιλ, ιδρυτής ενός παγκόσμιου εργαλείου πληρωμών, του PayPal και από τους αρχαγγέλους του νέου Αμερικανού προέδρου, επιχειρηματολογεί πως «η ελευθερία δεν είναι συμβατή με τη δημοκρατία» (The Education of a Libertarian, 2009). Η αντιπαραβολή ανάμεσα στην ελευθερία και στη δημοκρατία έχει σημασία γιατί συνιστά την κομβική ιδέα στο βιβλίο της Αγκελα Μερκελ, «Ελευθερία» (2024): «Η ελευθερία προϋποθέτει δημοκρατικές συνθήκες – χωρίς δημοκρατία δεν υπάρχει ελευθερία». Ποιος από τους δύο είναι συστημικός και ποιος αντισυστημικός; Επομένως, μήπως η διαιρετική τομή δεν βρίσκεται ανάμεσα στις δυνάμεις που υποστηρίζουν το σύστημα και εκείνες που αντιτίθενται, αλλά στις μεταβαλλόμενες στάσεις των ηγετικών ελίτ απέναντι στη δημοκρατία και στους θεσμούς της; Μήπως βρίσκεται στη διαφορά ανάμεσα στο «έως τώρα» και στο «από δω και τώρα»;
Βέβαια και στο καθεστώς του «έως τώρα» η δημοκρατία δεν ήταν πάντα συμβατή στην πράξη με το πολιτικό γίγνεσθαι. Ο όρος «Μεταδημοκρατία», που εισήγαγε στην πολιτική ορολογία ο Κόλιν Κράουτς, περιγράφει διαδικασίες τυπικού μεν σεβασμού των δημοκρατικών διαδικασιών αλλά παράκαμψής τους στα ουσιαστικά ζητήματα, τη μετατροπή δηλαδή της δημοκρατίας σε ένα νομιμοποιητικό κέλυφος. Ιδεολογικό άνθος της μεταδημοκρατικής συνθήκης ήταν η ορολογία συστημισμός – αντισυστημισμός και η έννοια του λαϊκισμού, στον οποίο συνωθήθηκαν ετερόκλητα σμήνη πεποιθήσεων, ως το αντίπαλον δέος. Στον λόγο του αντιλαϊκισμού συμπυκνώθηκαν όλες εκείνες οι ιδέες οι οποίες αποπειράθηκαν να στεγανοποιήσουν τη δημοκρατία από την έννοια του δήμου, του λαού. Ο λαός, το λαϊκό, έγινε μια αρνητική κατηγορία και οι συμμετοχικές διαδικασίες, πέραν των εκλογών, αντιμετωπίστηκαν ως εχθρικές στην ίδια την αφυδατωμένη πλέον έννοια της δημοκρατίας.
Ας έρθουμε τώρα στη μεγάλη συγκέντρωση για τα Τέμπη. Ο τεράστιος όγκος της στις δύο μεγάλες πόλεις, ο αριθμός των διαδηλώσεων –περίπου 200 στην Ελλάδα και στη διασπορά– δεν αφήνουν πολλά περιθώρια να χαρακτηριστούν υποκινούμενες για αντιπολιτευτικούς λόγους, ούτε να θεωρηθούν συνέπεια παραπλάνησης. Αλλωστε, η προετοιμασία ήταν κυριολεκτικά από στοιχειώδης έως ανύπαρκτη. Τι ώθησε όλον αυτό τον κόσμο να βγει από το σπίτι του και να συνενωθεί σε μια μεγάλη διαδήλωση; Το αίτημα να ριχτεί άπλετο φως στο τι και στο πώς, και να αποδοθούν ευθύνες. Είναι αντισυστημικό αυτό το αίτημα; Ο όρος «συγκάλυψη» ήταν στα χείλη όλων. Ο ίδιος όρος, όμως, ακούγεται και σε άλλες δύο μεγάλες υποθέσεις που ταλάνισαν την πολιτική μας ζωή τα τελευταία χρόνια, έστω και αν δεν βρήκαν τόσο μεγάλη απήχηση στην κοινή γνώμη: στην υπόθεση των υποκλοπών και στο πολύνεκρο ναυάγιο στην Πύλο. Αν ο όρος «διαφάνεια» μαζί με τον θεσμό των ανεξάρτητων αρχών ήταν τα υποσχόμενα ανανεωτικά στοιχεία της φιλελεύθερης δημοκρατίας στη δεκαετία του 1990, αν ήταν οι κατεξοχήν θεσμοί του πολιτικού εκσυγχρονισμού, τώρα αμφισβητούνται και βάλλονται αμφότερα. Οχι απέξω από το σύστημα, αλλά από μέσα. Οχι από τους κάτω, αλλά εκ των άνω.
Οι συγκεντρώσεις για τα Τέμπη ήταν αναμφίβολα, και εκ των αναταράξεων που προκάλεσαν, ένα ιστορικό γεγονός. Αλλά ήταν και μια ιστορική εμπειρία για εκατοντάδες χιλιάδες κόσμο. Τα ιστορικά γεγονότα μπορούν να συμβούν και χωρίς εμάς, η ιστορική εμπειρία όμως αφορά τα υποκείμενα που συμμετέχουν. Εχει αμεσότητα, συναισθήματα και διαμορφώνει αντιλήψεις και συμπεριφορές. Η πνιγηρή ατμόσφαιρα των συγκαλύψεων μεταφράζεται και γίνεται κατανοητή στο βάθος της συνείδησης ως περιφρόνηση. Η συναίσθηση της περιφρόνησης μπορεί να προκαλέσει κινητοποιήσεις για δικαιοσύνη, αναγνώριση των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας των πολιτών, δηλαδή για προοδευτικές μεταρρυθμίσεις. Μπορεί όμως και να συνδαυλίσει θυμό, συναισθήματα και συμπεριφορές υπεραναπλήρωσης, να ενισχύσει τον τραμπισμό που λανθάνει στις κοινωνίες μας. Τι από τα δύο θα γίνει εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ανταπόκριση στα αιτήματα. Μπορούν οι δημοκρατικοί θεσμοί να λειτουργήσουν ως μηχανισμός κάθαρσης; Εξαρτάται από ποιες πολιτικές δυνάμεις θα δώσουν κατεύθυνση σε αυτά τα συναισθήματα. Η ευθύνη της δημοκρατίας βαραίνει πρωτίστως την κυβέρνηση. Η κατεύθυνση του πλήθους, όμως, εξαρτάται και από την ικανότητα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης να συλλάβει τη μεγάλη εικόνα.
*Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι ομότιμος καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

