Οι φωτιές της πλατείας

4' 37" χρόνος ανάγνωσης

Δρόμοι και πλατείες αποτελούσαν ανέκαθεν πεδίο κοινωνικής έκφρασης, με την ιστορία και τη σημειολογία τους. Αυτό δεν είναι βεβαίως ελληνικό φαινόμενο: οι πλατείες του Παρισιού, της Ρώμης, της Μαδρίτης, αλλά και της Νέας Υόρκης, του Πεκίνου και του Μπουένος Αϊρες, έχουν τις δικές τους γενεαλογίες κοινωνικών εκρήξεων, διαμαρτυριών και απεργιών, ενίοτε με αιματηρή κατάληξη. Η πλατεία Συντάγματος είναι η ελληνική συμμετοχή στα Μισελέν της παγκόσμιας διαμαρτυρίας, με πολλά αστέρια. Δεν είναι τυχαίο πως αρκετοί ξένοι τη γνωρίζουν και την ψάχνουν όταν επισκέπτονται την πρωτεύουσα για να νιώσουν κάτι από τα vibes της φημολογούμενης ελληνικής αντιστασιακότητας.

Η εν λόγω πλατεία έχει βεβαίως μακρά ιστορία με αφετηρία της τον 19ο αιώνα και τα συγκλονιστικά γεγονότα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Το περίφημο κίνημα του συνταγματάρχη Δημητρίου Καλλέργη που κατέληξε στα τότε ανάκτορα, δηλαδή στη σημερινή Βουλή των Ελλήνων, οδήγησε τον πρώτο βασιλιά της χώρας, Οθωνα, να παραχωρήσει Σύνταγμα. Κοινώς ήδη από τα σπάργανα της ελληνικής πολιτείας η εν λόγω πλατεία υπήρξε συνυφασμένη με μεγάλα γεγονότα και κινήματα και τη διαχρονική ιαχή «φωνή λαού, οργή Θεού». Διαχρονικά, πάντως, ορισμένες κινητοποιήσεις αποδείχθηκαν πιο γόνιμες από άλλες.

Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, τα πλήθη θα συγκεντρώνονταν στο Σύνταγμα στα μεγάλα εμβληματικά γεγονότα, όχι μόνο για να διαμαρτυρηθούν, αλλά και για να γιορτάσουν. Εκεί έβγαλε λόγο τον Οκτώβριο του 1944 άρτι αφιχθείς από την Ιταλία ο Γεώργιος Παπανδρέου, πρώτος πρωθυπουργός της κυβέρνησης εθνικής ενότητας της ελεύθερης πλέον Ελλάδας, με τη συμμετοχή του ΕΑΜ, και τα πλήθη να παραληρούν κρατώντας βρετανικές, αμερικανικές και σοβιετικές σημαίες δίπλα δίπλα. Εκεί δέσποζαν και τα τρία πελώρια αρχικά του ΚΚΕ, που έβγαινε πανίσχυρο από την κατοχική εμπειρία και την αντίσταση και που είχε τα γραφεία του στην οδό Οθωνος, μαζί με τον «Ριζοσπάστη». Λίγο παραπάνω, στη συμβολή Πανεπιστημίου και Βασιλίσσης Σοφίας, θα δεχόταν αστυνομικά πυρά το άοπλο συλλαλητήριο στις 3 Δεκεμβρίου 1944, πυροδοτώντας την έναρξη των Δεκεμβριανών.

Οι εικόνες της «Ματωμένης Κυριακής» του ’44 ήταν τόσο έντονες, που στα μετεμφυλιακά χρόνια κάθε προσπάθεια χρήσης της πλατείας για κάποια διαμαρτυρία στιγματιζόταν αυτομάτως ως φιλοκομμουνιστική. Παρ’ όλα αυτά, τη δεκαετία του ’50 τα μεγάλα συλλαλητήρια για το Κυπριακό ξεκινούσαν και κατέληγαν εκεί. Τη «σκοτεινή δεκαετία» του ’60 η πλατεία γινόταν συχνά-πυκνά πεδίο σύγκρουσης, με αποκορύφωση βεβαίως τα Ιουλιανά. Είχε προηγηθεί το καλοκαίρι της προηγούμενης χρονιάς ένα πλήθος έξαλλων ακροδεξιών που –με μπροστάρη τον εκκεντρικό συγγραφέα Ρένο Αποστολίδη– κατάφερε να μπουκάρει διά της βίας στη Βουλή, σε μια πρώιμη ελληνική εκδοχή της εισβολής των οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο. Μετά τα χρόνια της χούντας, που το Σύνταγμα μπήκε στον «γύψο», αποτέλεσε ξανά εμβληματικό χώρο έκφρασης, κινηματικής και μη, στη Μεταπολίτευση. Είναι εντυπωσιακά τα πλάνα από τις ομιλίες στο συγκεντρωμένο πλήθος από το μπαλκόνι της «Μεγάλης Βρεταννίας» του άρτι εκλεγέντος Καραμανλή και του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, καθ’ οδόν προς την Κύπρο για πρώτη φορά μετά το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή, τον Νοέμβριο του 1974. Οι λαοθάλασσες θα γίνονταν σταθερό στοιχείο των μεγάλων κομματικών συγκεντρώσεων στην πλατεία έκτοτε.

Ρίχνει κυβερνήσεις η πλατεία; Μάλλον όχι – άλλωστε δεν είναι και τόσο απλό, και ίσως ευτυχώς.

Στον 21ο αιώνα, αξέχαστο θα μείνει το κάψιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου στην πλατεία Συντάγματος από αντιεξουσιαστές στο πλαίσιο των γεγονότων που πυροδότησε η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου στις 6 Δεκεμβρίου του 2008. Το 2011 είναι η σειρά των «Αγανακτισμένων» – ενός διεθνούς κινήματος διαμαρτυρίας με επίκεντρο πλατείες που τελούσαν υπό κατάληψη στο πλαίσιο της δυναμικής διεκδίκησης του «δικαιώματος στην πόλη» (Ταχρίρ, Πουέρτα ντελ Σολ, Τζουκότι Παρκ). Η ιδιοτυπία της εγχώριας εκδοχής τους βεβαίως ήταν πως το Σύνταγμα χωρίστηκε σε δύο διακριτά διαζώματα –την «πάνω» και την «κάτω» πλατεία– απ’ όπου παρήλασαν διάφοροι τύποι διαμαρτυρίας και «άμεσης δημοκρατίας»: από τους πιο εναλλακτικούς και προωθημένους, στους πλέον γραφικούς, με μούντζες, κρεμάλες και τη Μέρκελ με χιτλερικό μουστάκι. Οπως έχει σωστά ειπωθεί, ήταν ένα είδος πρόβας τζενεράλε της μετέπειτα κυβερνητικής συμβίωσης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Αν και οι πλατείες με τις αντιφάσεις και τα θολά συνθήματά τους –όπως το «η χούντα δεν τελείωσε το ’73»– δεν έριξαν την κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, σίγουρα τη στρίμωξαν. Λίγα χρόνια μετά, στο αλήστου μνήμης δημοψήφισμα του 2015, η ανέλπιστα ογκώδης συγκέντρωση για το «Οχι» οργανώθηκε και πάλι στο Σύνταγμα. Οι καλαματιανοί στην ίδια πλατεία το βράδυ των αποτελεσμάτων έχουν εντυπωθεί στη μνήμη πολλών ως μια στιγμή συλλογικής τρέλας, την ώρα που η έξοδος από το ευρώ έμοιαζε αναπόδραστη.

Τι συνέβη όμως στο Σύνταγμα την τελευταία Κυριακή του Ιανουαρίου που μας πέρασε; Ενα ανένταχτο, ακηδεμόνευτο και ετερογενές πλήθος διαδήλωσε ειρηνικά, μέσα σε βουβή οργή. Η έκταση της διαμαρτυρίας, η σύνθεσή της, η ψυχική ταύτιση πολύ νεαρών ηλικιών με το σύνθημα της δικαιοσύνης για τα Τέμπη και η τραγική φιγούρα της Μαρίας Καρυστιανού, που ουδεμία σχέση έχει με παρελθούσες κινητοποιήσεις, μετέβαλαν άρδην το σημαίνον και το σημαινόμενο της διαμαρτυρίας, που σε τίποτα δεν θυμίζει τις πλατείες του 2011, όπως λανθασμένα ισχυρίστηκαν κάποιοι.

Ρίχνει κυβερνήσεις η πλατεία; Μάλλον όχι – άλλωστε δεν είναι και τόσο απλό, και ίσως ευτυχώς. Σημειωτέον πως σε κάποιες χώρες, όπως η Ισπανία, απαγορεύονται διά ροπάλου οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας έξω από τη Βουλή (Las Cortes), με αποτέλεσμα την ελλιπή «αδιαμεσολάβητη» επαφή μεταξύ κυβερνώντων και πλήθους. Ομως στην Ελλάδα η συγκεκριμένη γενεαλογία δημιουργεί την αίσθηση μιας συνεχούς ροής αιτημάτων και διεκδικήσεων προς τους εκάστοτε κυβερνώντες. Και είναι απολύτως βέβαιον πως γεγονότα όπως αυτά που ζήσαμε πριν από δύο βδομάδες μπορούν να βάλουν φωτιά στα τόπια του πολιτικού μας σκηνικού. «Η πλατεία ήταν γεμάτη με το νόημα που ‘χει κάτι απ’ τις φωτιές», όπως τραγουδούσε ο πάντοτε διεισδυτικός –και ενίοτε προφητικός– Σαββόπουλος το μακρινό 1975.

*Ο κ. Κωστής Κορνέτης είναι επίκουρος καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, σύμβουλος της ισπανικής κυβέρνησης σε θέματα ιστορικής μνήμης.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT