Η σημερινή κυβερνητική πλειοψηφία δεν φαίνεται να ξεφεύγει από τον κανόνα που θέλει τη δεύτερη τετραετία να είναι πάντοτε δυσκολότερη από την πρώτη. Η καλούμενη και κατάρα της δεύτερης θητείας είναι ίσως κοντά στην πραγματικότητα, καθώς αθροίζονται παράπονα, δυσκολίες, λάθη και παραλείψεις που θολώνουν τον ορίζοντα μιας κυβέρνησης. Ακόμη χειρότερα που πια δεν έχει το άλλοθι να μεταθέτει ευθύνες και βάρη στους προηγούμενους, αν και σε πολλές περιπτώσεις οι παθογένειες του ελληνικού κράτους έχουν τη ρίζα τους δεκαετίες πίσω. Η κυβέρνηση έχει προφανώς να αντιμετωπίσει όλες τις δυσκολίες που προκύπτουν από την άσκηση της εξουσίας και το βάρος των δικών της επιλογών, αλλά ταυτόχρονα έχει και τη μεγάλη ατυχία να μην υπάρχει απέναντί της ένας αξιόπιστος αντίπαλος που να την απειλεί. Αυτό που μοιάζει δώρο είναι βάσανο και κακοτυχία, διότι ένας πολιτικός αντίπαλος βοηθά τα μέγιστα στη συσπείρωση των δικών της δυνάμεων και δημιουργεί μια καλώς εννοούμενη σύγκρουση που ευνοεί συνήθως τον δυνατό παίκτη.
Η σημερινή κυβερνητική πλειοψηφία ατύχησε όμως δύο φορές, καθώς ο πρώτος ανταγωνιστής της, που ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ και τον κέρδισε σε αλλεπάλληλες εκλογές, διαλύθηκε σε δόσεις με τον ίδιο χυδαίο τρόπο που αναρριχήθηκε στην εξουσία. Δέκα χρόνια μετά το φάλτσο της ιστορίας που οδήγησε μια ανίερη συμμαχία ετερόκλητων δυνάμεων στην εξουσία, με τα γνωστά αποτελέσματα για τον τόπο, παρατηρεί κανείς μια άρνηση των πρωταγωνιστών να συνειδητοποιήσουν ή να παραδεχθούν τα λάθη και τις σκόπιμες ανοησίες τους. Φθάνουν μάλιστα στο σημείο να κάνουν και μαθήματα δημοκρατίας με ημερίδες για το κράτος δικαίου, όπως ο κ. Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος ως πρωθυπουργός καταπάτησε βάναυσα όλους τους κανόνες. Η δεύτερη ατυχία για τη Ν.Δ. είναι ότι το ΠΑΣΟΚ, που βρέθηκε στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αντί να… ιδρώσει τη φανέλα και να προσπαθήσει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, παριστάνει ενίοτε τον ΣΥΡΙΖΑ με χρονοκαθυστέρηση. Δεν κάνουν όλα τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ το ίδιο, αλλά η Βαβέλ που προκύπτει, αντί για συντεταγμένη πολιτική δράση, μόνον καταστροφικά αποτελέσματα έχει για το κόμμα τους αλλά και για τη χώρα, καθώς στερείται μιας αξιόπιστης εναλλακτικής. Αυτό το σκηνικό προφανώς δεν ευνοεί μια υγιή πολιτική αντιπαράθεση, όσο και αν οι συνθήκες μοιάζουν ιδανικές. Στις δημοσκοπήσεις μάλιστα καταγράφεται μια σημαντική πτώση του ΠΑΣΟΚ σε μια στιγμή που θα μπορούσε, αν όχι να καλπάζει, έστω να αυξάνει σταθερά τις δυνάμεις του. Αντί αυτό να τους προβληματίσει, τους οδηγεί σε έναν νέο κύκλο υπερβολών και ακραίων τοποθετήσεων που τελικώς ακυρώνει κάθε προσπάθεια επιστροφής του κόμματος σε πρωταγωνιστικό ρόλο με προοπτική στο πολιτικό παιχνίδι.
Ακριβώς αυτή η χαοτική κατάσταση στο πολιτικό σκηνικό εκτρέφει το λούμπεν στην πολιτική και ενίοτε πυροδοτεί ένα βουβό κύμα κοινωνικών αντιδράσεων που ουδείς μπορεί να προβλέψει πώς και πότε θα εκφραστεί. Ασφαλώς η συγκυρία δεν είναι η καλύτερη για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, καθώς βρίσκεται σε συμπληγάδες. Εχει όμως τον χρόνο να διαχειριστεί τη συσσωρευμένη οργή, ακόμη και τις σκόπιμες απογοητεύσεις άσπονδων φίλων του, και να πάρει πρωτοβουλίες εκτόνωσης, καθώς η δική του αξιοπιστία απέχει παρασάγγας από εκείνη των αντιπάλων του, αρκεί να μην πιστέψει ότι όλα θα γίνουν από μόνα τους.

