Μια νέα προεδρία Τραμπ δεν θα μπορούσε να μην έχει αποτύπωμα και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Οι εξελίξεις σε αυτό το πεδίο τρέχουν πολύ γρήγορα. Από την απόφαση του Μαρκ Ζούκερμπεργκ να αφαιρέσει τη δυνατότητα του fact checking μέχρι τις αποχωρήσεις από την πλατφόρμα Χ, ως αντίδραση στις κινήσεις του Ελον Μασκ.
Σε αυτό το πλαίσιο, ένα από τα ζητήματα που απασχόλησαν έντονα τις πρώτες ημέρες της κυβέρνησης Τραμπ είναι η λειτουργία της πλατφόρμας TikTok στις ΗΠΑ. Μια εφαρμογή που ξεκίνησε το 2017, με 170 εκατ. χρήστες σήμερα στις ΗΠΑ και άνω του ενός δισ. παγκοσμίως. Παρότι η εταιρεία ΤikΤok Ιnc. εδρεύει στην Καλιφόρνια, η μητρική εταιρεία (ByteDance Ltd.) είναι εγκατεστημένη στην Κίνα. Η σχέση της αυτή, η νομική υποχρέωσή της να «συνεργάζεται» με την κινεζική κυβέρνηση, καθώς και η συλλογή τεράστιου όγκου προσωπικών δεδομένων από τους χρήστες, οδήγησαν στην ψήφιση νόμου στην Αμερική που επέβαλε ουσιαστικά την παύση της πλατφόρμας από τις 19 Ιανουαρίου 2025, εκτός αν άλλαζε ιδιοκτησιακό καθεστώς, δηλαδή αν εξαγοραζόταν από μια εταιρεία που δεν θα θεωρούνταν απειλή για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Παρά τις δικαστικές προσπάθειες των εν λόγω εταιρειών και ομάδας χρηστών για ακύρωση αυτής της ρύθμισης, στη νομική βάση της προστατευόμενης συνταγματικά ελευθερίας της έκφρασης, το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε τη νομοθετική αυτή πράξη. Σήμερα επιχειρείται να «ανασταλεί» αυτή η απαγόρευση, βραχυπρόθεσμα, με ενέργειες του προέδρου Τραμπ και με αναζήτηση –επειγόντως– νέου επενδυτή. Βλέπουμε δηλαδή μια ακόμη εκδοχή του προσωπικού στυλ πολιτικής του νέου προέδρου: παρέμβαση στην αγορά και πίεση για εξαγορά εταιρειών για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Η Ε.Ε., από την πλευρά της, δεν κινείται και σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση. Παρά την ιδιαίτερη έμφαση στα ατομικά δικαιώματα και στην ελευθερία του λόγου, στο πλαίσιο της κανονιστικής ισχύος της, αναγνωρίζει την ύπαρξη συσχέτισης με την ασφάλεια. Ετσι, οι κίνδυνοι ασφάλειας οδήγησαν (και οδηγούν) στην υιοθέτηση νομοθετικών και ρυθμιστικών παρεμβάσεων, αλλά και αυστηρών μέτρων τόσο από την πλευρά των αρχών όσο και από την πλευρά των ιδιωτικών παρόχων.
Αν δούμε τη μεγαλύτερη εικόνα, ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας για την τεχνητή νοημοσύνη (πρόσφατο παράδειγμα η εφαρμογή DeepSeek) ή οι υβριδικές επιθέσεις και τα κυβερνοσαμποτάζ της Ρωσίας αναδεικνύουν ένα νέο πεδίο αντιπαράθεσης ισχύος, το οποίο είναι βέβαιο πως θα ενταθεί τα επόμενα χρόνια, στο πλαίσιο του γενικότερου ανταγωνισμού μεταξύ των δύο χωρών.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι επανέρχεται στο προσκήνιο, αν και με άλλη μορφή λόγω του κυβερνοχώρου και των νέων τεχνολογιών, το κλασικό δίλημμα: ασφάλεια εναντίον ελευθεριών. Εδώ και χρόνια, κυρίως μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της περιόδου 2015-2016, η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των πλατφορμών κρυπτογραφημένης επικοινωνίας έχει συνδεθεί με ζητήματα ασφάλειας, όπως π.χ. η πλατφόρμα Telegram που ήρθε στην επικαιρότητα με τον πόλεμο στην Ουκρανία και αποτελούσε για χρόνια μέσο επικοινωνίας τρομοκρατών. Αξίζει να σημειωθεί πως ο ιδιοκτήτης της Telegram συνελήφθη στη Γαλλία για ζητήματα που σχετίζονται με την ασφάλεια.
Οι κίνδυνοι αλλάζουν και οι κυβερνήσεις πρέπει να προστατευθούν και να προστατεύσουν, με ρυθμίσεις και μέτρα που πιθανότατα συγκρούονται με ό,τι, έως σήμερα ήταν προτεραιότητα.
Τρομοκρατία, κυβερνοέγκλημα, βία στον κυβερνοχώρο, απάτες. Τα κράτη πλέον λαμβάνουν πρωτοβουλίες σε σχέση με τους κινδύνους αυτούς, οι οποίες έχουν προκαλέσει μια μεγάλη συζήτηση για το παραπάνω δίλημμα και ιδίως για το αν πράγματι υπάρχει.
Ετσι, διαμορφώνεται σταδιακά, όπως φαίνεται, ένα «καινούργιο» έννομο αγαθό που για πολλούς υπερισχύει όλων των άλλων (της επιχειρηματικής ελευθερίας, της ελευθερίας έκφρασης, της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, της ιδιωτικότητας κ.λπ.), η ασφάλεια στον κυβερνοχώρο. Οι κυβερνήσεις λοιπόν πρέπει να προστατευθούν και να προστατεύσουν, με ρυθμίσεις και μέτρα που πιθανότατα συγκρούονται με ό,τι –έως σήμερα– ήταν προτεραιότητα. Οι απειλές, οι κίνδυνοι, οι στόχοι αλλάζουν και μαζί με αυτά οι ελευθερίες προσαρμόζονται στο πλαίσιο μιας νέας στάθμισης και ισορροπίας.
*Η κ. Λίνα Δικαιάκου είναι δικηγόρος, νομική σύμβουλος σε θέματα κυβερνοχώρου και προστασίας δεδομένων, ΔΜΕ.
*Ο κ. Τριαντάφυλλος Καρατράντος είναι δρ Ευρωπαϊκής Ασφάλειας και Νέων Απειλών, κύριος ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ.

