Η φωτογραφία των δισεκατομμυριούχων τεχνολογίας στην ορκωμοσία του Ντόναλντ Τραμπ είναι ένας ισχυρός συμβολισμός για την εξουσία των μεγάλων επιχειρηματιών, όπως ο Ελον Μασκ και ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ. Οι δυο τους δεν είναι απλώς ηγέτες της ψηφιακής οικονομίας, αλλά και οι βασικοί παίκτες στο παιχνίδι της πληροφορίας και του δημόσιου λόγου. Η πρόσφατη αμφισβήτηση από τον Μασκ της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Βραζιλίας να αναστείλει την πλατφόρμα X (πρώην Twitter) και η παρέμβαση του Ζούκερμπεργκ για τα πρόστιμα της Ε.Ε. για τη ρητορική μίσους καταδεικνύουν ότι οι εν λόγω ιδιοκτήτες δεν έχουν τον παραμικρό ενδοιασμό να αμφισβητήσουν κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμούς. Στην περίπτωση της Βραζιλίας, τo X ξεκάθαρα ανέφερε σε ανάρτηση ότι η εταιρεία «θα παραμείνει προσηλωμένη στην προστασία της ελευθερίας του λόγου» και ότι «δεν πρόκειται να συμμορφωθεί με τις παράνομες», όπως τις αποκάλεσε, εντολές του ανώτατου δικαστή Ντε Μοράες.
Πολλές από αυτές τις ενέργειες παρουσιάζονται ως υπεράσπιση της «ελεύθερης έκφρασης», η οποία θεωρείται –και είναι– θεμελιώδης για τη δημοκρατία. Για παράδειγμα, η απόφαση του Ζούκερμπεργκ να σταματήσει τη χρήση προγραμμάτων fact-checking και να χαλαρώσει τις πολιτικές content moderation στις πλατφόρμες της Meta προβάλλεται ως επιστροφή στις «ρίζες της ελεύθερης έκφρασης». Αυτή η προσέγγιση ωστόσο ενδέχεται να δημιουργήσει προβλήματα στον δημόσιο διάλογο, ειδικά στις ΗΠΑ, ενώ οι ευρωπαϊκές ρυθμίσεις παραμένουν ασαφείς και μάλλον αδύναμες να βάλουν όρια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ως έχει, οι χρήστες πλέον μπορούν να δημοσιεύουν ρητορική μίσους, όπως προσβλητικές δηλώσεις για μετανάστες, ομοφυλόφιλους ή Εβραίους, ενώ προσπάθειες παραπληροφόρησης δεν θα υπόκεινται σε έλεγχο από ειδικούς.
Στο πλαίσιο μιας πρόσφατης συγκριτικής έρευνας που διεξήχθη τον περασμένο Νοέμβριο, είδαμε ότι, σε αντίθεση με τη γενικότερη στάση συγκεκριμένων πολιτικών χώρων αλλά και των ιδιοκτητών μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπως ο Μασκ και ο Ζούκερμπεργκ, η πλειονότητα των πολιτών, ακόμη και σε χώρες όπως οι ΗΠΑ υποστηρίζει την ανάγκη για αυστηρότερη ρύθμιση του λόγου στα social media. Οι χρήστες προτιμούν πλατφόρμες που περιορίζουν τη ρητορική μίσους και την παραπληροφόρηση, παρά εκείνες που επιτρέπουν απεριόριστη ελευθερία λόγου. Χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Βραζιλία δείχνουν την πιο ισχυρή προτίμηση για αυστηρότερο έλεγχο του περιεχομένου, τονίζοντας τις παγκόσμιες ανησυχίες για το επιβλαβές περιεχόμενο. Περίπου το 44% του συνολικού δείγματος πιστεύει ότι τα social media είναι κυρίως επιβλαβή λόγω της εξάπλωσης της μισαλλοδοξίας και της παραπληροφόρησης.
Την ίδια ώρα, οι ερωτώμενοι εκφράζουν την ανησυχία τους και για τον ρόλο των ιδιοκτητών των μέσων δικτύωσης. Σύμφωνα με τα ευρήματα, σχεδόν το 70% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι οι δισεκατομμυριούχοι της τεχνολογίας κατέχουν υπερβολική εξουσία. Πάνω από το 50% θεωρούν ότι η συγκέντρωση εξουσίας σε λίγες πλατφόρμες αποτελεί απειλή για τη δημοκρατία. Τα ευρήματα στην Ελλάδα δεν απέχουν από τις υπόλοιπες χώρες του δείγματός μας. Περίπου το 78% συμφωνεί με την άποψη πως οι Μασκ και Ζούκερμπεργκ έχουν υπερβολική εξουσία, ενώ στο ερώτημα εάν αποτελούν απειλή για τη δημοκρατία, το ποσοστό των συμφωνούντων ανέρχεται στο 51%. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι τα επίπεδα εκπαίδευσης ή η συχνότητα χρήσης της πλατφόρμας από τους ίδιους τους ερωτώμενους δεν επηρεάζουν σημαντικά την κατανομή αυτών των απόψεων. Επίσης, ενδιαφέρον παρουσιάζει η τοποθέτηση στην κλίμακα Αριστεράς – Δεξιάς: Ενώ στο ζήτημα της υπερβολικής εξουσίας δεν υπάρχουν σοβαρές ιδεολογικές διαφοροποιήσεις, στο αν οι ιδιοκτήτες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν απειλή για τη δημοκρατία, όσοι τοποθετούνται στα άκρα εμφανίζουν υψηλότερα επίπεδα συμφωνίας σε σχέση με το Κέντρο, ενώ όσοι τοποθετούνται στα δεξιά του κέντρου έχουν το χαμηλότερο –αν και πάλι ιδιαίτερα υψηλό– ποσοστό συμφωνίας.
Το ζήτημα των εταιρειών κοινωνικής δικτύωσης και πώς διαπλέκονται με τις εθνικές κυβερνήσεις θα παραμείνει στη διεθνή ατζέντα για αρκετό καιρό. Στη χώρα μας, περίπου το 47% συμφωνεί με την άποψη ότι η παγκόσμια φύση αυτών των εταιρειών καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την επιβολή κυρώσεων. Η Ευρώπη έκανε ένα πρώτο –μάλλον άτολμο– βήμα με τον νόμο για τις ψηφιακές υπηρεσίες, αλλά με τα νέα δεδομένα, θα πρέπει να επιταχύνει και να ενισχύσει το πλαίσιο λειτουργίας των κοινωνικών μέσων. Εάν η Ευρώπη αποτύχει, η ανεξέλεγκτη εξουσία των μεγιστάνων τεχνολογίας θα μπορούσε να διαβρώσει τους θεσμούς και τη δημοκρατία, αυξάνοντας τους κινδύνους για το δημόσιο συμφέρον.
*Ο κ. Σπύρος Κοσμίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
*O κ. Γιάννης Θεοχάρης είναι καθηγητής Ψηφιακής Διακυβέρνησης και κάτοχος της ομώνυμης έδρας στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Μονάχου.

