O Ελον Μασκ είναι διαφορετικός από τους περισσότερους ανθρώπους. Μια κοινότοπη εναρκτήρια πρόταση. Συγχωρήστε με. Το ξέρουμε αλλά, καμιά φορά ξεχνάμε ότι με ό,τι καταπιάνεται το κάνει με πάθος, με ό,τι ασχολείται εισχωρεί σε βάθος. Είναι ο ίδιος άνθρωπος που στον ελεύθερο του χρόνο ασχολείται με το πώς θα στείλει συνανθρώπους στον Αρη. Εχει κι άλλα χαρακτηριστικά, είναι ασφαλές να πούμε ότι δεν είναι εξαγοράσιμος ούτε εύκολα διαχειρίσιμος. Είναι γεννημένος provocateur και απολαμβάνει την πρόκληση όσο και την προβολή. Τόσο που αγόρασε ολόκληρη πλατφόρμα (γνωστή ως X) για να στρέφει όλους τους προβολείς πάνω του.
Αυτός ο ενεργητικός άνθρωπος, για δικούς του λόγους, τελευταία δείχνει μια εμμονή με την Αγγλία. Αλλά το «γιατί» ασχολείται ο Μασκ με την αγγλική πραγματικότητα πρέπει να ενδιαφέρει λιγότερο από το «τι» ανέδειξε εκείνος γι’ αυτήν. Και προέβαλε ένα γεγονός αληθινό. Παλιότερο, ξεχασμένο, αλλά πέρα για πέρα πραγματικό. Την κακοποίηση εκατοντάδων κοριτσιών από συμμορίες Ασιατών.
Οι πολιτικοί, από την άλλη, ακολουθούν ένα πρωτόκολλο δημόσιας περιφρόνησης για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ιδιωτικά, υποθέτω, είναι ίσως παραπάνω εθισμένοι από όλους μας στη δικτύωση. Αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Υπάρχει ένα πρόσωπο που ενδιαφέρει η φωνή του, είναι ο Μασκ, έχει κοινό, είναι ο μοναδικός που δεν μπορούν να ξεμπερδέψουν κατατάσσοντάς τον στους λούζερς. Είναι επιτυχημένος, είναι, πάλι μια πεζότητα, ο πλουσιότερος. Είναι εμμονικός, είναι επιδραστικός.
Είναι διαφορετικός από τους υπόλοιπους και κατηγορεί τον πρωθυπουργό Κιρ Στάρμερ –εισαγγελέα τότε– για συνενοχή στον «βιασμό» της Βρετανίας. Υποστηρίζει ότι πρέπει να «φυλακιστεί» ο υπουργός Προστασίας και προτρέπει τον βασιλιά Κάρολο να προκηρύξει εκλογές. Και ο Στάρμερ, που δεν οφείλει, θα έπρεπε να είχε κάτι ουσιαστικό να απαντήσει γύρω από το καλά φυλαγμένο, εδώ και ένα τέταρτο του αιώνα, σκάνδαλο.
Δεκαπέντε χρόνια πριν, ο ρεπόρτερ των Times Αντριου Νόφολκ αποκάλυψε τη φρίκη των οργανωμένων βιασμών ανήλικων κοριτσιών από συμμορίες που δρούσαν στο Μάντσεστερ (και σε άλλες πόλεις της Αγγλίας). Μερικά χρόνια αργότερα, το 2014, μια άλλη έρευνα (της Αλέξις Τζέι) που κράτησε επτά χρόνια, έδειξε ότι 1.400 κορίτσια –μεγαλωμένα τα περισσότερα από την πρόνοια– κακοποιήθηκαν στη πόλη του Ρόδεραμ το διάστημα 1997- 2013.
Εκτοτε έχουν δαπανηθεί χρήματα (άπειρα) και χρόνος (πολύς) σε επιπλέον έρευνες γύρω από το θέμα. Μία ακόμη θα ήταν περιττή. Γνωρίζουμε ακριβώς τι έχει συμβεί. Η ιστορία είναι απλή: προσέγγιζαν ανήλικα κορίτσια –τα πιο ανασφαλή και ευάλωτα– τα προσείλκυαν –με δώρα, ταξίδια και γρήγορα αυτοκίνητα– και σύντομα, με ξύλο και σεξουαλική κακοποίηση τις εξανάγκαζαν σε παράνομες δραστηριότητες – εκβιασμούς, πορνεία, διακίνηση ναρκωτικών.
Θεσμοί –αστυνομία, κοινωνικοί λειτουργοί, πολιτικοί– και σε μεγάλο βαθμό τα μίντια, με τον πολύ χαρακτηριστικό αγγλικό τρόπο, της άρνησης, συγκάλυψαν παραβλέποντας το ζήτημα για να μην κατηγορηθούν για ρατσισμό. Ενα από τα θύματα, κορίτσι τότε, γυναίκα τώρα, έδωσε και μιαν άλλη εξήγηση: «Δεν ήταν μόνο από φόβο μήπως κατηγορηθούν για ρατσισμό, ήταν και από σνομπισμό. Μας αντιμετώπιζαν σαν σκουπίδια. Ημασταν κορίτσια εργατικής τάξης και όλοι πίστευαν πως ό,τι συνέβη θέλαμε και το πάθαμε, ότι αναζητούσαμε την προσοχή των ανδρών».
Από τότε, φυσικά, δύο θέματα επανέρχονται: Πώς γίνεται οι θύτες να είναι αποκλειστικά πακιστανικής καταγωγής (συγκεκριμένα από το Κασμίρ) και μουσουλμάνοι και τα θύματα αποκλειστικά λευκά από την εργατική τάξη; Γιατί όλη αυτή η απόκρυψη στη σκιαγράφηση των εθνοτικών, πολιτισμικών, θρησκευτικών χαρακτηριστικών τους; Γιατί αν το σκεφτείτε, ακόμη και η ονομασία του σκανδάλου είναι συσκοτισμένη: «grooming gangs» ή «συμμορίες Ασιατών», ευφημισμοί στην ουσία μιας συμμορίας παιδοβιαστών που θα μπορούσαν να έχουν καταγωγή από την Ιαπωνία. Ομως η καταγωγή των θυτών έχει σημασία γιατί στόχευαν στην καταγωγή των θυμάτων.
Κάπως έτσι διαβρώνεται η εμπιστοσύνη. Οταν οι πολιτικοί πιστεύουν ότι την αλήθεια δεν μπορείς να την εμπιστευθείς στον λαό.
Οταν ο Στάρμερ απάντησε, αρχικά ισχυρίστηκε ότι δεν χρειάζεται μία έρευνα ακόμη· σωστό. Ισχυρίστηκε επίσης ότι όποιος ζητάει έρευνα, σημαίνει ότι προσχωρεί σε ακροδεξιό άρμα· λάθος. Δεν είπε τίποτα όμως για το σημαντικό, ούτε κουβέντα για τα θύματα και τον τρόπο με τον οποίο θα προστατέψει την επόμενη γενιά ευάλωτων, αναγκεμένων παιδιών με χαοτικές ζωές, που μεγαλώνουν ανεξέλεγκτα. Και είναι απογοητευτικό, μοιάζει κάπως σαν επανάληψη μιας παλιάς προκατάληψης που αντιμετωπίζει τα θύματα ως πρόβλημα.
Είναι επίσης απογοητευτικό που ένας Εργατικός πρωθυπουργός δεν βρήκε το λεξιλόγιο, τον τόνο, το ιδίωμα, να υποστηρίξει με ευαισθησία και τολμηρότητα την εργατική κοινότητα που αντιπροσωπεύει. Και όλο αυτό από τον παθολογικό πολιτισμικό φόβο να μη θεωρηθεί ρατσιστής, να τοποθετηθεί ως αντιρατσιστής, δίνοντας έτσι μια ευθύβολη πάσα στην άκρα Δεξιά. Κάπως έτσι διαβρώνεται η εμπιστοσύνη. Οταν οι πολιτικοί πιστεύουν ότι την αλήθεια δεν μπορείς να την εμπιστευθείς στον λαό.
Το Channel 4, ήδη από το 2007, είχε έτοιμο ένα ντοκιμαντέρ γύρω από το θέμα που συζητούμε με τίτλο «Το κρυφό τζαμί». Η αστυνομία αντέδρασε δηλώνοντας πως το πρόγραμμα ήταν «επαρκώς υπονομευτικό για την κοινωνική συνοχή και αντιστοίχως υπονομευτικό για την δημόσιο εφησυχασμό». Στην ουσία από τότε, σχεδόν είκοσι χρόνια πριν, είχαμε τη θεσμική απάντηση για την αντιμετώπιση του σκανδάλου.
Για να διατηρηθεί η τάξη στην πολυπολιτισμική Αγγλία, ένα πολύ αποτρόπαιο έγκλημα από Βρετανούς – Πακιστανούς αποσιωπήθηκε. Το κράτος έκρινε ότι ο νόμος πρέπει να τεθεί επιλεκτικά σε εφαρμογή και το συμβάν να κουκουλωθεί για να αποτραπούν οι αναταραχές ανάμεσα στις κοινότητες. Για να διατηρηθεί ο μύθος της συνοχής, η ιδέα ότι οι σχέσεις μεταξύ κοινοτήτων είναι πάντα αρμονικές, οι θεσμοί προστατευμένοι και κυρίως ικανοί να προστατέψουν.
Ολο για την ιδέα ότι η δύναμη της Μεγάλης Βρετανίας βρίσκεται στην ενσωματωμένη πολυπολιτισμικότητα και στις αφομοιωμένες μειονότητες. Και είναι μια μεγάλη ειρωνεία διότι η Αγγλία έχει μια επιτυχημένη ιστορία να αφηγηθεί. Δεν έχει τίποτα να φοβάται, οι επιτυχίες στην ενσωμάτωση είναι περισσότερες από τις αποτυχίες.
Ο πρώτος κανόνας της αστυνόμευσης στην Αγγλία, όπως κατεγράφη το1829 από τον σερ Ρόμπερτ Πιλ, είναι ότι οι δυνάμεις πρέπει να προλαμβάνουν εγκλήματα και αναταραχές. Σύμφωνα με αυτή τη γενική οδηγία, απέτυχαν σήμερα στο πρώτο προσπαθώντας για το δεύτερο. Χωρίς πάντως να καταφέρουν να διατηρήσουν «την ειρήνη του βασιλιά».
*Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.

