«Στη δίκη είδα το αγαπημένο μου παιδί… Θέλησα να το φιλήσω, να το χαϊδέψω, μα τα μάτια των δημοσιογράφων και του κόσμου και οι φωτογραφικές μηχανές παραφυλούσαν κάθε συναισθηματική εκδήλωση του αρχικομμουνιστή, αρχικακούργου. Επνιξα τη θύελλα που φούσκωνε μέσα μου, άναψα τσιγάρο για να κρύψω το βούρκωμα, συγκρατήθηκα, έγινα ψύχραιμος και γελαστός. Δεν φίλησα τον γιο μου ούτε και τον χάιδεψα. Φοβήθηκα μήπως δεν μπορέσω να συγκρατηθώ. Τον χτύπησα λίγο στην πλάτη και τον έδιωξα γρήγορα… Εκείνη την ημέρα έχασα ακόμη και τη διαύγεια του μυαλού μου… Δεν θα τον ξανάβλεπα, δεν θα τον χάιδευα ποτέ». Ο γιος, σήμερα, είναι 77 χρόνων. Τότε, στη δίκη, ήταν πέντε. «Τον πατέρα μου τον έχω συναντήσει 3,5 λεπτά όλα κι όλα. Αυτό μου επιτρέπει να γνωρίζω ότι είναι υπαρκτό πρόσωπο. Η σχέση έχει κατασκευαστεί από αναμνήσεις και τη διήγηση των δικών μου, της οικογένειας, των φίλων, των συντρόφων του, κι από όσα έχω διαβάσει».
Ο πατέρας είναι ο Νίκος Πλουμπίδης, δάσκαλος, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ κατά την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας, της γερμανικής κατοχής και του Εμφυλίου, μία από τις πλέον τραγικές φυσιογνωμίες στην ιστορία του κόμματος – εκτελέστηκε το 1954, έχοντας στιγματιστεί ως συνεργάτης της Ασφάλειας από τον Νίκο Ζαχαριάδη. Ο γιος είναι ο Δημήτρης Πλουμπίδης, ψυχίατρος, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το ντοκιμαντέρ «Ο κόκκινος δάσκαλος», για τον Νίκο Πλουμπίδη, χειρίζεται με χειρουργική προσοχή το «τραύμα», προσωπικό και συλλογικό.
Η κάμερα του σκηνοθέτη Στέλιου Χαραλαμπόπουλου παλεύει κι αυτή με τα δικά της αισθήματα. Με την απόσταση του ντοκιμαντερίστα και με την εμπλοκή του γνώστη της ιστορίας στη διάρκεια των δεκαετιών. Κατορθώνει, και με τη συνδρομή των τεσσάρων ιστορικών (Βαγγ. Καραμανωλάκης, Ιωάννα Παπαθανασίου, Τ. Σακελλαρόπουλος και Μεν. Χαραλαμπίδης) να είναι ακριβής και να αφήνει το προβάδισμα στα γεγονότα, αλλά είναι η μορφή του γιου που εντέλει κυριαρχεί. Και πώς, άλλωστε, θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Το αποδίδει λιτά και ευθύβολα ο Τ. Σακελλαρόπουλος: «Ανέθρεψε έναν πατέρα μέσα του που τον είχε ως σπόρο».
Το ντοκιμαντέρ «Ο κόκκινος δάσκαλος», που προβάλλεται σε δύο αίθουσες, αποτυπώνει μια ταραγμένη και καθοριστική εποχή, όχι μόνο για τη χώρα, για το ΚΚΕ, αλλά και για τους ανθρώπους που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, βρίσκονται κοντά στον κόσμο αυτό· είτε μελετώντας είτε ζώντας τα απόνερα ή αντιμετωπίζοντας το βίωμα έστω και διαμεσολαβημένο. Ο γιος και ψυχίατρος μιλάει για τους ψυχικούς τραυματισμούς παιδιών, εκατοντάδων, χιλιάδων παιδιών των οποίων οι γονείς ήταν ή εκτελεσμένοι ή φυλακισμένοι. «Κι εγώ χρειάστηκα πάρα πολλά χρόνια για να καταλάβω τα όσα έγιναν. Και θα έλεγα ότι εξακολουθώ ακόμα να προσπαθώ να καταλάβω. Εγινα ψυχίατρος ψάχνοντας και τη δική μου ιστορία, όπως έχουν κάνει πολλοί με ανάλογες ιστορίες», εξομολογείται στο ντοκιμαντέρ. Η σημασία της ταινίας δεν περιορίζεται μόνο, αναμφίβολα, στο τεκμήριο. Ούτε στο γεγονός ότι με ευκρίνεια καταγράφει την προσωπικότητα ενός ανθρώπου τον οποίο από τη μία το κράτος θεωρούσε κατάσκοπο, από την άλλη το κόμμα χαφιέ. Χειρίζεται με χειρουργική προσοχή το «τραύμα», προσωπικό και συλλογικό. «Χτίζει» το πορτρέτο επιλέγοντας τα μεστά και ουσιώδη.
Ο Νίκος Πλουμπίδης άφησε το ίχνος του ως δάσκαλος όταν πρωτοδιορίστηκε το 1924 στη Βούρμπα της Ελασσόνας, πείθοντας τις οικογένειες να στείλουν τα κορίτσια τους στο σχολείο (ήταν αποκλειστικό προνόμιο των αγοριών). Γνώριζε τους κατοίκους, τις ανάγκες τους, βοηθούσε από το ελάχιστο εισόδημά του τους πιο φτωχούς. «Με έλεγαν κομμουνιστή χωρίς να ξέρω», έγραφε. Φυλακίστηκε στην απομόνωση του σανατορίου «Σωτηρία» (έπασχε από φυματίωση) και λίγες ώρες πριν εκτελεστεί άφησε μια σύντομη επιστολή για τη γυναίκα του, Ιουλία Παπαχρήστου, αγωνίστρια της Αντίστασης, και τον γιο του: «Μη λυπάστε. Εγώ τώρα θα ησυχάσω. Ο θάνατος είναι μια αλλαγή της ύλης. Ετσι είναι».

