Το 1992, στο αποκορύφωμα της πολιτικής αντιπαράθεσης στην Ελλάδα για το όνομα των Σκοπίων, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ενοχλημένος από τις κινήσεις του υπ. Εξωτερικών Αντώνη Σαμαρά που δεν δεχόταν να ονομαστούν τα Σκόπια με ονομασία που να περιείχε το «Μακεδονία», αντί να προχωρήσει την πολιτική που ο ίδιος ως πρωθυπουργός είχε επιλέξει, έναν συμβιβασμό με τη γειτονική χώρα στο όνομα, έκανε πίσω φοβούμενος τις αντιδράσεις της δεξιάς πτέρυγας της κοινοβουλευτικής ομάδας του και παρέπεμψε την απόφαση για την τελική στάση της χώρας στους πολιτικούς αρχηγούς. Στο συμβούλιο, μάλιστα, των αρχηγών που συγκάλεσε ο τότε ΠτΔ Κων. Καραμανλής, ο Κων. Μητσοτάκης αποφάσισε να απομακρύνει τον υπ. Εξωτερικών από τη θέση του αλλά να υιοθετήσει, μαζί με τους υπόλοιπους αρχηγούς, τις απόψεις του. Να μην αναγνωρίσει η Ελλάς κράτος των Σκοπίων που να έχει στο όνομά του τη λέξη «Μακεδονία».
Εκτοτε η χώρα μπήκε σε μια διπλωματική διελκυστίνδα να πείσει τη διεθνή κοινότητα ότι το «Μακεδονία» στο όνομα του νεότευκτου αυτού κράτους υποκρύπτει αλυτρωτικές απειλές για την Ελλάδα. (Θυμάμαι σε μια σύνοδο κορυφής, ξένο δημοσιογράφο να με ρωτάει για να κάνει πλάκα: «Αν βαφτίσουμε τη χώρα Big Mac θα έχετε πρόβλημα;».) Αποτέλεσμα: Με την πάροδο του χρόνου οι περισσότερες χώρες του πλανήτη να αποκαλούν τα Σκόπια «Μακεδονία» και η Ελλάδα να αποδεχθεί τελικά με τη συμφωνία των Πρεσπών (27 χρόνια αργότερα!) το όνομα «Βόρεια Μακεδονία», χωρίς όμως ποτέ οι σχέσεις των δύο χωρών να έχουν εξομαλυνθεί.
Η πρόσφατη απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη να προτείνει για Πρόεδρο της Δημοκρατίας έναν ενεργό βουλευτή του κόμματος, τον κ. Κώστα Τασούλα (ικανότατο και επαρκέστατο κατά τα άλλα στέλεχος του κόμματος), μου θύμισε την υπόθεση με το όνομα των Σκοπίων που τόσο έβλαψε τη χώρα – στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα.
Ο πρωθυπουργός, αντί να συνεχίσει την κεντρώα στροφή του που τον έκανε κυρίαρχο και έδωσε στη Ν.Δ. το απίστευτο 41% στις βουλευτικές εκλογές του 2023 και να προτείνει, πιστός στην 30χρονη παράδοση της χώρας, έναν Πρόεδρο της Κεντροαριστεράς ή να ανανεώσει τη θητεία της επιτυχημένης Κατερίνας Σακελλαροπούλου, αποφάσισε να υποχωρήσει ενδίδοντας πάλι στις πιέσεις της δεξιάς πτέρυγας του κόμματος, η οποία ζητούσε επιμόνως Πρόεδρο από τη Ν.Δ.
Και δεν είναι η πρώτη στροφή προς τα δεξιά του κ. Μητσοτάκη. Εχουν προηγηθεί η επιλογή του Βορειοελλαδίτη περιφερειάρχη Απόστολου Τζιτζικώστα αντί του επιτυχημένου Μαργαρίτη Σχοινά για τη θέση του επιτρόπου της Ελλάδας, η τοποθέτηση του Βορειοηπειρώτη Φρέντη Μπελέρη στο ευρωψηφοδέλτιο της Ν.Δ., η άρον άρον έγκριση ελληνικής ιθαγένειας για την οικογένεια των Γλύξμπουργκ, η αποδοχή πριν από την ψήφιση του προϋπολογισμού της απομάκρυνσης από το πρωθυπουργικό γραφείο του οικονομικού συμβούλου του πρωθυπουργού Αλ. Πατέλη (ένθερμου υποστηρικτή του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών). Και βέβαια η απόφαση μη ανανέωσης της θητείας της Κατερίνας Σακελλαροπούλου, που αποτέλεσε στόχο της δεξιάς πτέρυγας της Ν.Δ. επειδή πήρε μέρος σε μια εορταστική εκδήλωση μαζί με εκπροσώπους των ΛΟΑΤΚΙ.
Το Μαξίμου υποστηρίζει ότι η στροφή προς τα δεξιά γίνεται για να συσπειρώσει τους δεξιούς του κόμματος που είτε απείχαν από τις κάλπες στις ευρωεκλογές είτε έχουν στραφεί στα κόμματα δεξιά της Ν.Δ.
Ωστόσο ο πρωθυπουργός πρέπει να επιλέξει. Είναι ένας εκσυγχρονιστής που θέλει να κάνει τη χώρα ευρωπαϊκή, με ισχυρούς θεσμούς, ικανό κοινωνικό κράτος, αποτελεσματική κρατική μηχανή και δυναμική οικονομική ανάπτυξη –όπως ήταν ο Κώστας Σημίτης, τον οποίο εγκωμίαζε με θέρμη πρόσφατα– ή να εμφανίζεται ότι φλερτάρει με τη λαϊκή Δεξιά, της μη αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, των συλλαλητηρίων για το «Μακεδονικό», του διορισμού εκατοντάδων χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων, της προσέγγισης με τη Μόσχα και του δημοσιονομικού εκτροχιασμού;
Με τη δεξιά στροφή του ίσως φέρει πίσω κάποιους «πυροβολημένους» που βρίσκονται σήμερα στην Ελληνική Λύση, στη Φωνή Λογικής και στη Νίκη, αλλά μπορεί να χάσει τους κεντρώους που ψήφιζαν ΠΑΣΟΚ και στήριξαν τη μεταμορφωμένη Ν.Δ. του κ. Μητσοτάκη επειδή βλέπουν εκεί μια εκσυγχρονιστική πολιτική για τον τόπο.
Κι ενώ θα περίμενε κανείς ότι στην ατυχή αυτή συγκυρία για τον κ. Μητσοτάκη ο κ. Ανδρουλάκης θα έσπευδε να κάνει σαφές ότι το ΠΑΣΟΚ επιμένει στο εκσυγχρονιστικό Κέντρο, εκείνος βγήκε και μίλησε και πάλι για μια ενδεχόμενη κυβέρνηση με τα άλλα κεντροαριστερά κόμματα. Στη ζωή και στην πολιτική πρέπει κανείς να μάθει να επιλέγει με ποιους θα πάει και ποιους θ’ αφήσει.

