Πρόσφατα το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης εισηγήθηκε στην Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης τη δημιουργία Τμήματος Κτηνιατρικής. Σπάνια μια πρόταση για την ίδρυση νέου τμήματος ανταποκρίνεται τόσο ιδανικά σε πραγματικές ανάγκες και θετικές προοπτικές. Ενα τέτοιο τμήμα ενισχύει μια ακριτική περιοχή και έναν κρίσιμο για τη χώρα τομέα παραγωγής. Η αποστολή ενός σύγχρονου Τμήματος Κτηνιατρικής δεν περιορίζεται στη μετάδοση γνώσης. Περιλαμβάνει και την αντιμετώπιση των προκλήσεων της κλιματικής αλλαγής, που έχει επιπτώσεις στο σύνολο του ζωικού βασιλείου και της χλωρίδας. Αργά ή γρήγορα η ευρωπαϊκή έρευνα θα υπερνικήσει τις αντιστάσεις για την καλλιέργεια γενετικώς τροποποιημένων φυτών, ανθεκτικών στις συνθήκες που αναμένουμε ότι θα επικρατήσουν τις επόμενες δεκαετίες, και θα ασχοληθεί σοβαρά με ζητήματα κτηνιατρικής, που ξεπερνούν την πανώλη των αιγοπροβάτων και τις ασθένειες των ζώων συντροφιάς, μπαίνοντας στην καρδιά του προβλήματος: την υγεία και την επιβίωση ειδών στις νέες κλιματικές συνθήκες. Η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι πρωτοπόρα σε αυτούς τους ερευνητικούς τομείς, να εκμεταλλευθεί ευρωπαϊκά κονδύλια, υπάρχουσες δομές και τις δυνατότητες που προσφέρει η τεχνητή νοημοσύνη.
Η επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος δεν προϋποθέτει μόνο σημαντικές επενδύσεις, π.χ. για την προσέλκυση στελεχών από το εξωτερικό. Προϋποθέτει πάνω απ’ όλα συνέργειες: με άλλα τμήματα στο ίδιο ΑΕΙ, με τμήματα άλλων ΑΕΙ που καλύπτουν ελλείψεις του Πανεπιστημίου Θράκης σε συναφή γνωστικά αντικείμενα, με ερευνητικά ιδρύματα και με τον ιδιωτικό φορέα. Ωστόσο, η απίστευτη γραφειοκρατία και ο κατακερματισμός αρμοδιοτήτων στην έρευνα κάθε άλλο παρά στηρίζουν τον συντονισμό δράσεων. Τα ΑΕΙ ανήκουν στην αρμοδιότητα του υπουργείου Παιδείας, τα ερευνητικά κέντρα στο υπουργείο Ανάπτυξης και ο σχετικός με το αντικείμενο οργανισμός ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης. Αντίστοιχη απουσία ενιαίου συντονισμού παρατηρούμε στο σύνολο της έρευνας στην Ελλάδα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της τεχνητής νοημοσύνης, όπου σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται στο πρωθυπουργικό γραφείο ερήμην των σχετικών ερευνητικών ινστιτούτων και του Εθνικού Συμβουλίου Ερευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας.
Ας δούμε την αρχαιολογία και τους συναφείς κλάδους της διαχείρισης πολιτιστικών αγαθών και συντήρησης αρχαιοτήτων. Σχετική έρευνα κάνουν 11 πανεπιστημιακά τμήματα που υπάγονται στο υπουργείο Παιδείας· ερευνητικά ιδρύματα, όπως το Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών, το Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών και άλλα ερευνητικά κέντρα, που υπάγονται στη Γενική Γραμματεία Ερευνας και Καινοτομίας· η Αρχαιολογική Υπηρεσία, που υπάγεται στο υπουργείο Πολιτισμού· το Κέντρο Ερεύνης της Αρχαιότητος της Ακαδημίας Αθηνών· και η Αρχαιολογική Εταιρεία, νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Ενώ θα περίμενε κανείς ότι με τέτοια συγκέντρωση ανθρώπινου δυναμικού η Ελλάδα θα κατείχε κορυφαία θέση στη διεθνή έρευνα, θα διεκδικούσε με επιτυχία χρηματοδότηση από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ερευνας και θα μπορούσε να συγκρατήσει στη χώρα τους δεκάδες αξιόλογους ερευνητές που προέρχονται από τα ελληνικά πανεπιστήμια, αυτό δεν συμβαίνει. Οι λόγοι δεν είναι μόνον οικονομικοί. Υπάρχουν περισσότερα τμήματα αρχαιολογίας από όσα αντέχει η χώρα και κανένα δεν ανταποκρίνεται στο θεματικό εύρος του κλάδου. Το σημαντικότερο: η συνεργασία μεταξύ των διαφόρων φορέων που χρηματοδοτούνται και εποπτεύονται από τρία διαφορετικά υπουργεία είναι συχνά αδύνατη, λόγω ενός νομοθετικού πλαισίου που δεν ευνοεί και ενίοτε απαγορεύει συνεργασίες – π.χ. την καταγραφή των χιλιάδων ευρημάτων από σωστικές ανασκαφές από μεταπτυχιακούς φοιτητές. Η υποστελεχωμένη Αρχαιολογική Υπηρεσία δεν είναι οργανωμένη ως ερευνητικός οργανισμός· το επιστημονικό της έργο δεν αξιολογείται· δεν παρέχει στα στελέχη της δυνατότητες για έρευνα και τα καταδικάζει σε επεξεργασία φακέλων σχετικών με οικοδομικές άδειες. Πέρα από τα φώτα της δημοσιότητας σε εντυπωσιακά ευρήματα και πριμοδοτημένα έργα, η καθημερινότητα στην Αρχαιολογική Υπηρεσία είναι η γραφειοκρατία, η διαχείριση ελλείψεων και οι ηρωικές προσπάθειες κάποιων αφοσιωμένων επιστημόνων. Στα 190 χρόνια της αρχαιολογικής έρευνας, ποτέ όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς δεν κάθισαν στο ίδιο τραπέζι να συνεξετάσουν το πρακτέο. Για να γίνει αυτό, δεν χρειάζονται κονδύλια· χρειάζονται βούληση, μια αίθουσα και 50 πορτοκαλάδες και καφέδες. Ούτε για τη δημιουργία ενός Ελληνικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου που θα συντονίζει την αρχαιολογική έρευνα ως φορέας στρατηγικής, διαφάνειας και αξιολόγησης χρειάζονται σημαντικά κονδύλια.
Επί χρόνια η επιστημονική κοινότητα ζητάει με σπάνια ομοφωνία τη δημιουργία ενιαίου φορέα έρευνας. Η δημιουργία υπουργείου Ανωτάτης Εκπαίδευσης και Ερευνας δεν θα είχε θετικές επιπτώσεις μόνο στην έρευνα. Ενα χωριστό υπουργείο Παιδείας θα μπορούσε να δώσει μεγαλύτερη προσοχή στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Δυστυχώς, η πολιτική ηγεσία κωφεύει.
O κ. Aγγελος Χανιώτης είναι καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας στο Ινστιτούτο Προηγμένων Μελετών του Πανεπιστημίου Πρίνστον.

