Μεγάλο μέρος του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας επιδεικνύει άγνοια κινδύνου αναφορικά με το «πρόβλημα Τουρκία». Αρνείται να αποδεχθεί τη δυσοίωνη γιγάντωση της τουρκικής επιθετικότητας και στρουθοκαμηλίζει ελπίζοντας ότι θα ακυρωθεί από το διεθνές δίκαιο. Παρά τις επίσημες δηλώσεις περί του αντιθέτου, η αποτρεπτική στρατηγική απέναντι στη γείτονα έχει αποδειχθεί αναποτελεσματική. Oι τουρκικές διεκδικήσεις διευρύνονται συνεχώς (με στόχο πλέον και τα Δωδεκάνησα).
Υπάρχουν δύο βασικοί τρόποι προσέγγισης του «προβλήματος Τουρκία». Τον πρώτο ακολουθεί η σημερινή κυβέρνηση – και όχι μόνον. Σύμφωνα με το σχετικό αφήγημα, η τουρκική στάση και οι απειλές εκλαμβάνονται ως «βερμπαλιστική συνθηματολογία» για «εσωτερική κατανάλωση». Τέτοιου είδους αναγνώσεις, προφανώς ούτε δαπανηρούς εξοπλισμούς απαιτούν ούτε δικαιολογούν ανησυχία για το μέλλον. Με «ειλικρίνεια» και «δημιουργία εμπιστοσύνης» τα προβλήματα θα ξεπεραστούν. Η Ελλάδα «δεν ακολουθεί ωφελιμιστική και συναλλακτική πολιτική», επειδή «πορεύεται με αποκλειστικό γνώμονα το διεθνές δίκαιο». Η άμυνα καταλήγει να αντιμετωπίζεται ως δημοσιονομικό και μόνο μέγεθος.
Στον αντίποδα της προσέγγισης αυτής, ένα σημαντικό τμήμα της κοινής γνώμης θεωρεί ότι η Τουρκία συνιστά θεμελιώδη κίνδυνο για τη χώρα. Καθημερινά οι στρατιωτικές, διπλωματικές και άλλες δυνατότητες της γειτονικής χώρας πολλαπλασιάζονται. Την ίδια στιγμή συσκοτίζεται έντεχνα το γεγονός ότι αντιμετωπίζουμε πλέον σαφή επέκταση των τουρκικών απαιτήσεων, από αμφισβήτηση θαλασσίων ζωνών σε απροκάλυπτη διεκδίκηση νησιωτικών εδαφών και αλλαγής συνόρων.
Aπέδωσε η στρατηγική που ακολουθείται; Οι θεωρίες των «γκρίζων ζωνών», της «Γαλάζιας Πατρίδας» και η απειλή διεκδίκησης των νησιών ήταν «πάγιες θέσεις» της Τουρκίας τη δεκαετία του 1970, όπως συχνά παρουσιάζονται, ή μήπως αποτελούν προϊόντα των τελευταίων δεκαετιών και ετών;
Η χώρα μας δίνει την εντύπωση ότι προκρίνει ως πρώτιστο στόχο της όχι την αποτελεσματική προώθηση των εθνικών συμφερόντων, αλλά την (άλλωστε προσωρινή και επισφαλή) «ηρεμία» της. Καθοδηγείται υπέρμετρα από τις νομικές, οικονομικές και επικοινωνιακές συνιστώσες της στρατηγικής της, εις βάρος των διπλωματικών και των στρατιωτικών. Αναδύεται έτσι υπερβολική εμμονή στο διεθνές δίκαιο, καθώς και έλλειψη «έξυπνης» εξοικείωσης με τα συνήθη εργαλεία της εξωτερικής πολιτικής. Η τακτική να μην προβάλλεται οποιαδήποτε διεκδίκηση μας παρασύρει αναγκαστικά –μέσω της «ανοιχτής ατζέντας»– σε συνομιλίες στη βάση μιας σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν τουρκικής ημερήσιας διάταξης, με πρακτική αδυναμία διατύπωσης ελληνικών αντισταθμιστικών διεκδικήσεων, πολύ δε περισσότερο πρόσκτησης κερδών. Η εθνική στρατηγική φαίνεται να έχει εγκλωβιστεί στην απατηλή βεβαιότητα περί απόλυτης ισχύος του διεθνούς δικαίου ως εργαλείου που από μόνο του θα εξασφαλίσει την ανατροπή των τουρκικών τετελεσμένων. Κι ενώ η χώρα ομνύει απόλυτη αφοσίωση στο διεθνές δίκαιο (ειδικά μάλιστα της θάλασσας) δεν το αξιοποιεί, προτιμώντας μάλιστα να παραπεμφθεί στο Δικαστήριο της Ε.Ε. για άρνηση θέσπισης θαλάσσιας χωροταξίας.
Αναμφίβολα έχουν καταγραφεί και σημαντικές διπλωματικές επιτυχίες, τόσο της Αθήνας όσο και της Λευκωσίας, και τα τελευταία χρόνια σημειώθηκαν σημαντικά βήματα προόδου. Ομως η Τουρκία πραγματοποιεί άλματα. Εξάλλου, απολέσθηκαν σημαντικές ευκαιρίες, ειδικά στο πλαίσιο της Ε.Ε., και οι επιτυχίες παρέμειναν ως επί το πλείστον αναξιοποίητες.
Οι πολιτικές ηγεσίες του Ελληνισμού οφείλουν να διαγνώσουν ρεαλιστικά τι ακριβώς διαδραματίζεται στον διεθνή και στον γειτονικό περίγυρο. Η διπλωματία δεν πρέπει να συγχέεται με την απλή ανταλλαγή επισκέψεων, την «παρακολούθηση των εξελίξεων» και την παράθεση των ζητημάτων σε τρίτους ή στην Ε.Ε. Εάν μάλιστα, υπό την ηγεσία Ντόναλντ Τραμπ, οι ΗΠΑ μεταπηδήσουν από τη σφαίρα του κεντρικού στυλοβάτη της σταθερότητας συνόρων στο αντίπαλο στρατόπεδο του αναθεωρητισμού, η μεταπολεμική τάξη πραγμάτων απειλείται με κατάρρευση. Και ο πρώτος που θα σπεύσει να επωφεληθεί από μια τέτοια εξέλιξη είναι ο Ερντογάν.
Υπό τις εξελισσόμενες συνθήκες, δεν μπορεί εξάλλου να αποκλεισθεί η προσφυγή της Αγκυρας σε ανοιχτή στρατιωτική ή υβριδική επίθεση. Λόγω της διευρυνόμενης διαφοράς μεγεθών, η Ελλάδα πρέπει να στοχεύσει στην «ελάχιστη εξασφαλισμένη αποτροπή» – να διαθέτει, δηλαδή, την ικανότητα πρόκλησης ενός βαρύτατου κόστους στον εχθρό, δυσανάλογα υψηλού σε σχέση με τα κέρδη τα οποία υπολογίζει να αποκομίσει με την επίθεσή του.
Η γείτων ωφελείται τα μέγιστα από το «ήπιο κλίμα», αποκομίζοντας την έξοδό της από τη διπλωματική απομόνωση, για να επιπέσει δριμύτερη εναντίον μας στο μέλλον. Για τον Ελληνισμό, όμως, ελλοχεύει ο κίνδυνος να έχει τότε απογυμνωθεί από τα (συνεχώς απομειούμενα) διαπραγματευτικά πλεονεκτήματά του στο πλαίσιο των σχέσεων Ε.Ε. – Τουρκίας και ΗΠΑ – Τουρκίας, ενώ ήδη χαλαρώνει –σε σχέση με τον φρενήρη ρυθμό της Αγκυρας– την αμυντική προετοιμασία του. Απαιτείται μια νέα, διεκδικητική στρατηγική, ψήγματα της οποίας επιχείρησα να συνθέσω στο νέο μου βιβλίο.
Ο κ. Γιάννης Βαληνάκης είναι καθηγητής, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κέντρου Αριστείας / ΕΚΠΑ, πρώην υφυπουργός Εξωτερικών. Το νέο του βιβλίο «Για μια νέα στρατηγική απέναντι στην Τουρκία» μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ι. Σιδέρη.

