Ο Δούρειος Ιππος

3' 28" χρόνος ανάγνωσης

«Οι Γάλλοι είναι γνωστοί για το καλό τους γούστο: ξέρουν να ξεχωρίζουν το πρωτότυπο από το αντίγραφο». Αυτή ήταν μια απάντηση που πιστώνεται στον Ζαν-Μαρί Λεπέν, ερωτώμενος για το αν ανησυχεί για την αλλαγή στάσης της γαλλικής Κεντροδεξιάς προς πιο σκληρές μεταναστευτικές πολιτικές. Είναι ίσως και η ρήση που καλύτερα απ’ όλες συνοψίζει την πολιτική κληρονομιά που αφήνει πίσω του ο ηγέτης της άκρας Δεξιάς στη Γαλλία.

Μοιάζει πια μακρινό παρελθόν, αλλά για πολλά χρόνια το Εθνικό Μέτωπο, το ακροδεξιό κόμμα που ο ίδιος ίδρυσε, βρισκόταν στο περιθώριο της γαλλικής πολιτικής σκηνής. Οπως και τα υπόλοιπα ακροδεξιά μορφώματα στη μεταπολεμική Ευρώπη προσπαθούσε ανεπιτυχώς να εισέλθει σε ένα πολιτικό σκηνικό που είχε εκ των προτέρων «σφραγίσει» τις θύρες εισόδου. Είναι χαρακτηριστικό ότι το μέσο ποσοστό των ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη από το 1970 (όταν εμφανίζονται ή επανεμφανίζονται) μέχρι και το 1985, κυμαινόταν μόλις στο 1%. Από τη μία, η εμπεδωμένη στιγματοποίηση πολιτικών ιδεών που συγγένευαν με τον φασισμό και, από την άλλη, οι θεσμικοί κανόνες –όπως η κρατική χρηματοδότηση μόνο κοινοβουλευτικών κομμάτων, τα υψηλά εκλογικά όρια ή ο μικρός αριθμός εδρών ανά περιφέρεια– ευνοούσαν τους ήδη καθιερωμένους παίχτες του πολιτικού παιχνιδιού. Κάπως έτσι η υπό διαμόρφωση ακροδεξιά οικογένεια παρέμενε ένας εκλογικός παρίας. Τι άλλαξε, και πώς ξεπεράστηκαν αυτά τα εμπόδια;

Ουσιαστικά το «σύστημα» χτυπήθηκε από «μέσα». Αν οι εθνικές εκλογές που καθορίζουν την εκτελεστική εξουσία είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να αφεθούν στα χέρια νεοεμφανιζόμενων κομμάτων, πόσο μάλλον ακραίων, υπάρχουν και άλλες εκλογές, οι λεγόμενες εκλογές δεύτερης τάξης, που προσφέρουν μια πιο προσιτή είσοδο. Μια τέτοια εκλογή βρήκε και το Εθνικό Μέτωπο για να μπει στον πολιτικό χάρτη: τις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο του 1984, όπου κατέγραψε ένα απροσδόκητο 10,95% και εξασφάλισε 10 έδρες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αντίστοιχες ευκαιρίες βρήκαν μετέπειτα και άλλα ακροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη.

Ο Ζαν-Μαρί Λεπέν αξιοποίησε με επιτυχία τη «συνταγή αυθεντικότητας», μετατρέποντας το στίγμα των ιδεών του σε πλεονέκτημα.

Ωστόσο, η είσοδος μέσω εκλογών δεύτερης τάξης εξηγεί μόνο πώς ξεπεράστηκαν τα θεσμικά εμπόδια. Δεν απαντά στο ερώτημα: πώς δημιουργείται ζήτηση για ένα κόμμα με ιδεολογικά χαρακτηριστικά που παραπέμπουν σε μια χρεοκοπημένη ιδεολογία;

Η πρώτη απάντηση είναι οι νέες θεματικές. Εδώ ίσως η πιο γνωστή ιστορική αναλογία μάς πηγαίνει πίσω στον Αβραάμ Λίνκολν και στη στρατηγική του να εισάγει το ζήτημα της δουλείας στην πολιτική ατζέντα, διαιρώντας έτσι τους δημοκρατικούς βορρά και νότου. Σύμφωνα με μια ιστορική άποψη είναι αυτή η διαίρεση που του έδωσε τη νίκη στις εκλογές του 1860. Κάτι αντίστοιχο φαίνεται να έγινε με το Εθνικό Μέτωπο, που έφερε στην πολιτική ατζέντα το ζήτημα της μετανάστευσης, το οποίο έκτοτε διαιρεί τόσο την Κεντροδεξιά όσο και την Κεντροαριστερά.

Υπάρχει όμως και ένα βαθύτερο στοιχείο. Οι πολιτικοί δεν κρίνονται μόνο για τις πολιτικές τους θέσεις, αλλά και για τον «τύπο» τους – την προσωπικότητά τους. O πολιτικός λόγος προσφέρει πληροφορία, έστω και έμμεσα, για τον χαρακτήρα του πολιτικού που έχουμε απέναντί μας. Για το αν είναι έξυπνος, σεμνός, τίμιος, εργατικός, τολμηρός και κυρίως ειλικρινής. Για το αν έχει ακεραιότητα. Και εδώ εισέρχεται η κρυφή δύναμη του να μιλάς εκτός κανόνων – να πηγαίνεις κόντρα στο ρεύμα. Το κόστος που φέρνει μαζί του ο πολιτικός λόγος που σπάει εγκαθιδρυμένες πολιτικές νόρμες, ακόμη κι αυτές που έχουν εσωτερικευθεί και έχουν μετατραπεί σε αξίες, μπορεί να αντισταθμιστεί ακριβώς από την πεποίθηση ότι δεν πηγάζει από ίδιον όφελος. Για να λέει κάποιος πράγματα που είναι τόσο στιγματοποιημένα πάει να πει πως τα πιστεύει – «δεν κάνει πίσω στις ιδέες του». Το υψηλό κόστος τέτοιων δηλώσεων δημιουργεί την εντύπωση ότι προέρχονται από ειλικρινή πεποίθηση. Αυτή ακριβώς τη «συνταγή αυθεντικότητας» αξιοποίησε με επιτυχία ο Ζαν-Μαρί Λεπέν, μετατρέποντας το στίγμα των ιδεών του σε πλεονέκτημα. Και μπορεί πολλές από αυτές τις ιδέες να μην αναστήθηκαν ποτέ, η τακτική, όμως, που ο ίδιος εισήγαγε παρέμεινε ο δούρειος ίππος της άκρας Δεξιάς προς την κανονικοποίησή της. Και, γυρνώντας στις μέρες μας, όπου ο λόγος της άκρας Δεξιάς έχει πια κανονικοποιηθεί, δεν μένει παρά να αναρωτηθούμε αν μια παρόμοια πρακτική μπορεί να υιοθετηθεί, αυτή τη φορά όχι για να βάλει στο παιχνίδι την άκρα Δεξιά, αλλά για να την αντιπαλέψει.

*O κ. Ηλίας Ντίνας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και κάτοχος της ελβετικής έδρας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT