Οσα προσάπτουν στον Κώστα Σημίτη οι πολέμιοί του μετά τον θάνατό του δεν απέχουν πολύ απ’ όσα του απέδιδαν και όσο ζούσε. Στις κατηγορίες αναγνωρίζει κανείς μια δημιουργική μείξη πραγματικών περιστατικών με την εξόχως μεροληπτική τους αποτίμηση, δηλαδή ένα κράμα αλήθειας και φαντασίωσης στο οποίο υπερισχύει η αγανακτισμένη κακοπιστία εις βάρος της βάσιμης πολιτικής κριτικής. Η τελευταία είναι βέβαια θεμιτή όποιο κι αν είναι το πολιτικό πρόσωπο που φεύγει. Επομένως, ναι, αν κάποιος θέλει να μιλήσει για την πολιτική κληρονομιά του Κώστα Σημίτη, έχει το δικαίωμα να το κάνει. Ας μιλήσει για τα Ιμια, για το Χρηματιστήριο, για όλα τα θέματα-φετίχ του αντι-Σημιτικού. Το πρόβλημα δεν είναι το γνώριμο περιεχόμενο του κλασικού κατηγορητηρίου, αλλά ότι η καταγγελία σπανίως εξελίσσεται σε επιχειρηματολογία. Δεν εξηγούν δηλαδή οι καταγγέλλοντες τι θα ήθελαν να είχε γίνει διαφορετικά το 1996· μήπως θα επιθυμούσαν έναν πόλεμο για να ανάψουν λίγο τα πατριωτικά αίματα; Ο πόλεμος πάντως δεν επιδέχεται κωλοτούμπες· αν συμβεί, δεν σώζεται μετά με επικλήσεις σε αυταπάτες. Στην περίπτωση του Χρηματιστηρίου, μήπως θα έπρεπε να είχε πιάσει ο Σημίτης έναν έναν όσους επένδυσαν και να τους πει να μην επενδύσουν; Ας έχουμε υπόψη πως οι τελευταίοι που τόλμησαν να πουν στον σοφό λαό ότι ζούσε πάνω από τις δυνάμεις του ενέπνευσαν μίσος, όχι ευγνωμοσύνη.
Τιμωρία
Τίποτα από τα παραπάνω δεν σημαίνει πως ο Κώστας Σημίτης ήταν άψογος και υπεράνω κριτικής. Αλλωστε, ούτε και ο ίδιος διεκδίκησε ποτέ το προνόμιο του πολιτικού αλάθητου. Ειδικά σε ό,τι αφορά την πασοκική διαφθορά – διαπλοκή επί των ημερών του και τα «δώρα» που αυτή κληροδότησε στις επόμενες γενιές πολιτικών και πολιτών, μπορούν να ειπωθούν πολλά και δικαιολογημένα. Είναι όμως αυτός ο πραγματικός λόγος αντιπάθειας μιας τόσο μεγάλης μερίδας κόσμου προς τον πρώην πρωθυπουργό; Το γεγονός ότι η επιθετικότητα εναντίον του εκδηλώνεται λιγότερο με όρους διαλεκτικής ψυχραιμίας και περισσότερο με αφορισμούς και χαρακτηρισμούς (σαν να μην πέρασε μια μέρα από τον καιρό της πρωτοεπίπεδης, λαϊκιστικής σάτιρας της Μαλβίνας) προδίδει ότι η διαχρονική εναντίωση στον Σημίτη δεν είναι ιδιαίτερα πολιτική. Πολιτισμική είναι. Ο Σημίτης δεν ενσάρκωνε τη στερεότυπη «λεβεντιά» που ο μέσος Ελληνας έχει ανάγκη να θαυμάζει στους ηγέτες του. Δεν συνήθιζε να λαϊκίζει, δεν διήγε δημόσιο βίο για να κερδίζει πόντους ως σελέμπριτι, δεν προκαλούσε ταυτίσεις σε προσωπικό επίπεδο με τους ψηφοφόρους. Η χαμηλή δημοτικότητά του λοιπόν είναι ένα είδος τιμωρίας· ο κόσμος συγχωρεί την πολιτική τερατωδία, αλλά δεν συγχωρεί τους πολιτικούς που δεν τον κάνουν να νιώθει οικειότητα.
Ιστορία και υστεροφημία
Οπως συμβαίνει με πολλά σύγχρονα φαινόμενα που διχάζουν, έτσι κι εδώ έχει ενδιαφέρον να ρίξει κανείς μια ματιά στους διχασμένους για να δει με ποιον επιλέγει κάθε πλευρά να συστρατευτεί. Τι λέει άραγε στους φανατικούς πολέμιους του Κώστα Σημίτη το ότι βρίσκονται στο ίδιο στρατόπεδο με την Αφροδίτη Λατινοπούλου; Ισως τελικά δεν θεωρούν τη συνάφεια μαζί της και τόσο τρομερή. Από την άλλη, υπάρχουν και οι μη φανατικοί, πλην όμως πονηροί. Εκείνοι που με το που έγινε γνωστή η είδηση του θανάτου φρόντισαν να πάρουν αποστάσεις από τον θανόντα, λες και η υστεροφημία του θα βλάψει τη σχέση τους με τους πολίτες που τον αποστρέφονται. Από αυτούς, κάποιοι ανήκουν στο ΠΑΣΟΚ και δεν μπήκαν καν στον κόπο να πάνε στην κηδεία του προέδρου, όπως όφειλαν. Αλλοι υπήρξαν τυπικά πολιτικοί του αντίπαλοι, κι όμως δεν είχαν την πολιτική μεγαλοψυχία να τον αποχαιρετίσουν με κάτι πιο γενναιόδωρο από την παθητικοεπιθετική διαπίστωση πως «θα τον κρίνει η Ιστορία». Φυσικά και θα τον κρίνει, και κανείς δεν τους ζήτησε να τον κρίνουν αντ’ αυτής. Η Ιστορία δεν εξαρτά την κρίση της από το θάρρος της προσωπικής μας γνώμης. Η έλλειψη του θάρρους όμως λέει πολλά για το πώς θα κρίνει η Ιστορία εμάς.

