«Μαμά, πάμε βόλτα· Μαρίνα, Γιώργος, Αριστοτέλης κι εγώ». l «Και πού πάτε;». l «Στις Κούνιες· μη με φωνάζεις και δεν είμ’ έξω». l Το «έξω» ήταν η αλάνα της γειτονιάς μας σε μια γωνιά της οποίας βρισκόταν το σπιτάκι μας. l Και οι «Κούνιες» βρίσκονταν πέραν των απώτατων ορίων της γειτονιάς στα δυτικά, που ήταν η λεωφόρος Κηφισίας. l Η οποία «τότε» ήταν πολύ στενότερη, αλλά η διάβασή της για μια βόλτα στο Παλιό Ψυχικό προϋπέθετε «ενημέρωση» της μαμάς. l Εκεί κάπου στο Παλιό Ψυχικό, όπου οι δρόμοι ευωδίαζαν από τα πολλά δέντρα και τους κήπους, βρισκόταν η μόνη της ζωής μου «Παιδική Χαρά». l Ορος που δεν υπήρχε τότε, εμείς «Κούνιες» τη λέγαμε. l Μόνη γωνιά «για παιδιά» σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων – από Αμπελοκήπους έως Χαλάνδρι και Αγία Παρασκευή. l Είχε τρεις τέσσερις κούνιες κρεμασμένες με αλυσίδες από γερή σιδεριά και μια τραμπάλα απ’ όπου δεν ξεκολλούσα. l Στην αλάνα μας στήναμε αυτοσχέδιες τραμπάλες με μαδέρια πάνω σε χωμάτινους λοφίσκους, που υπήρχαν δυο τρεις ολόγυρα. l Οι πτώσεις κι οι πληγές ήταν μέρος του παιχνιδιού, όσο κι αν κόστιζαν μερικές κωλιές από τις μαμάδες. l Οσο για κούνιες, είχαμε μια δυο από σκοινιά δεμένα στην αμυγδαλιά του Αριστοτέλη ή στον γεροπεύκο μέσα σ’ ένα απαγορευμένο για μας λιβάδι, αλλά σαθρά πια περιφραγμένο. l Σε μια γωνιά του βρισκόταν παμπάλαια, λίγο γερμένη, αλλά ακόμα επιβλητική ξύλινη σπιταρόνα με δίριχτη στέγη – η «παράγκα της κυρά Μαρίας της Τζαμαρίας», όπως ονομαζόταν η γριούλα που ζούσε μόνη εκεί. l
Η κάθε γειτονιά ξεχώριζε τότε από τις γειτονικές της, με αδόμητες εκτάσεις ανάμεσά τους. l Η δική μας οριζόταν βόρεια από τη μάντρα του Πενταγώνου (Υπουργείο Εθνικής Αμυνας), ανατολικά από την οδό (τότε ακόμα) Μεσογείων, δυτικά ως κάτω από την πλατεία της Αγίας Σοφίας Νέου Ψυχικού, τον Φάρο και την Κηφισίας, ενώ νοτίως γειτονεύαμε με Ελληνορώσων και Διαβολόρεμα, περιοχή που δεν φημιζόταν για τα «καλά παιδιά» της. l Αυτός πρέπει να ήταν ο λόγος που με πήραν από το δημοτικό Ελληνορώσων, όπου έκανα τις δυο πρώτες τάξεις, και με έγραψαν στο δημοτικό Νέου Ψυχικού. l Αυτό βρισκόταν σε μια αλάνα μπροστά στον Αϊ-Γιώργη, όπου υπήρχε ένα μακρόστενο ταπεινό κτίσμα με λαμαρίνες στην οροφή – τρεις αίθουσες κι ένα γραφειάκι. l Αυτό υπήρξε το αγαπημένο δημοτικό όπου μεταφυτεύτηκα επιτυχώς. l
Το σημερινό, επιβλητικό δημοτικό Νέου Ψυχικού είναι χτισμένο ακριβώς εκεί που υπήρχε το σπίτι μας. l «Εναντι Τζαμαρίας», ήταν η ταχυδρομική διεύθυνσή μας για πολλά χρόνια, έως ότου πήραμε οδό: Β. Φάβη 2 και Κ. Ουράνη. l Στα μέσα του ’80 το ρίξανε κι έγινε πάρκο μαζί με τη μυθική μας αλάνα. l Αργότερα το μισό πάρκο χτίστηκε κι έγινε σχολείο κι απόμεινε το παρκάκι της παλιάς αλάνας. l Τις μέρες των Εορτών περπάτησα πολύ στο Ν. Ψυχικό και την παλιά γειτονιά μου ως την ορίτζιναλ Κατεχάκη, αυτή που περιλαμβάνεται μεταξύ Μεσογείων και Κηφισίας και διασχίζει το Ελληνορώσων σε σχήμα τόξου. l Ανηφοροκατηφόρα δηλαδή, που στο ψηλότερο σημείο της βρίσκεται –τοπόσημο πια– το «αρχαίο» ζαχαροπλαστείο «του Παύλου» (Παυλίδη), με τα γνήσια υλικά και τις εξαίσιες γεύσεις – από παιδί «πάσχω» για το παγωτό του καϊμάκι πικραμύγδαλο. l Αυτή η γεύση, μαζί με τους εξίσου αρχαίους φίλους Στέλιο Παυλίδη και τη γλυκιά, αεικίνητη Γιάννα του, ήταν το τέρμα των περιπάτων μου σε δρόμους και αλάνες που είναι πια πάρκα. l Απέριττα ευτυχώς – τουλάχιστον αυτό της «δικιάς μου» αλάνας. l Πολύ πράσινο, ψηλά δέντρα και με τα ταπεινά χορτάρια που γέμιζαν και τότε άναρχα τα λιβαδάκια γύρω στο σπίτι μας: l Αφάνες, μολόχες, βλαστάρια, βαθυπράσινες τσουκνίδες, φιδόχορτα και άλλα διάφορα, απ’ όπου θα ξεπεταχτούν την άνοιξη μαργαρίτες, κρινάκια, πλήθος αγριολούλουδα. l Καλή Χρονιά.

