Η «επέτειος» δέκα χρόνων από το δημοψήφισμα αποτελεί υπόμνηση των εσωκομματικών εμφυλίων, των εξωτερικών πιέσεων και των εθνικών διχασμών που βίωσε η χώρα εκείνους τους πολυτάραχους μήνες από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο του 2015. Παραπέμπει σε μια ολόκληρη εποχή ελπίδων, ψευδαισθήσεων, ματαιώσεων και διχασμών χωρίς προηγούμενο. Εχουμε πλέον τα εργαλεία για να καταλάβουμε γιατί 63% των Ελλήνων πολιτών ψήφισαν ΟΧΙ, με κλειστές τράπεζες, capital control και τη δαμόκλειο σπάθη του Grexit και μιας πραγματικής ανθρωπιστικής κρίσης πάνω από τα κεφάλια τους; Αυτό δεν εξηγείται μόνο μέσα από το πρίσμα της ανορθολογικότητας ή του λεγομένου «fuck you vote» της αγανάκτησης και της εξάντλησης με και από τα μνημόνια. Δείχνει και την εμβέλεια της (απατηλής) λάμψης του άστρου του ΣΥΡΙΖΑ, του Αλέξη Τσίπρα, αλλά και του Γιάνη Βαρουφάκη, στους οποίους πραγματικά εναπέθεσε, καλώς ή κακώς, τις φρούδες ελπίδες του ένα μεγάλο ποσοστό Ελλήνων πολιτών εκείνη την παραλίγο μοιραία στιγμή.
Η ίδια η ιστορία της Μεταπολίτευσης ξεκίνησε με ένα δημοψήφισμα (για τη βασιλεία) και έμοιασε να τελειώνει με ένα άλλο (για τη συμφωνία με τους «θεσμούς», ήτοι το τρίτο μνημόνιο). Το πρώτο, που έκρινε ένα ζήτημα που είχε ταλανίσει τον τόπο από την απαρχή σχεδόν της σύγχρονης ελληνικής κρατικής οντότητας, ενείχε χώρο και χρόνο διαβούλευσης, με τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή να τηρεί στάση αυστηρής ουδετερότητας μέχρι τέλους. Το δεύτερο, πολύ θολότερο ως προς το διακύβευμά του, έκρινε το πακέτο μέτρων λιτότητας που προτείνονταν· ο νέος και αστραφτερός ακόμη ηγέτης της χώρας έπαιρνε σαφή θέση υπέρ ενός βροντερού «όχι». Με παρόμοια δραματικό τρόπο ο πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος είχε ζητήσει με δάκρυα στα μάτια από τους Ελληνοκύπριους να πουν «ένα δυνατό όχι» στο δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν το 2004.
Η απόφαση για δημοψήφισμα ήταν απότομη, παράτολμη και έφερνε τη χώρα σε σημείο μηδέν. Ο Τσίπρας είχε απόλυτη επίγνωση του ρίσκου και του κινδύνου εξόδου από την Ευρωζώνη. Μάλιστα ο ίδιος είχε πει κατηγορηματικά πως «δημοψήφισμα ίσον χρεοκοπία» όταν ο Γιώργος Παπανδρέου είχε κάνει λόγο για δημοψήφισμα το 2011. Ομως, ήταν πια η εποχή της περήφανης πολιτικής, των ρήξεων, της θεωρίας παιγνίων και της λεγόμενης «πολιτικής συμφωνίας» που ήταν, υποτίθεται, προ των πυλών. Το δημοψήφισμα ετοιμάστηκε και πραγματοποιήθηκε κυριολεκτικά στο πόδι, με τρόπο πρόχειρο και πολιτικά τυχοδιωκτικό, με ένα έωλο ερώτημα για ένα κείμενο που δεν είχε καν μεταφραστεί στα ελληνικά.
Παρ’ όλα αυτά το ΟΧΙ αποδείχτηκε εξαιρετικά δημοφιλές σε διάφορους κύκλους στο εξωτερικό – με την ίδια τη λέξη να γίνεται σύμβολο και μόδα γιατί συνδεόταν με τη ριζοσπαστική φαντασίωση μιας άλλης Ευρώπης «των λαών». Η προσφυγή σε δημοψηφισματικού τύπου λογικές νομιμοποίησης ή μη πολιτικών αποφάσεων μέσω της αδιαμεσολάβητης επαφής με τις μάζες (plebisicitarianism) υπήρξε εξαιρετικά διαδεδομένη στους Ποδέμος στην Ισπανία και τα Πέντε Αστέρια στην Ιταλία την ίδια ακριβώς εποχή. Ενα ακόμη δημοψήφισμα έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο μόλις ένα χρόνο αργότερα στη Μεγάλη Βρετανία με θέμα την παραμονή ή όχι στην Ε.Ε., που οδήγησε στο Brexit, που πολλοί θεωρητικοί τσουβαλιάζουν μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ ως δείγματα λαϊκισμού – και ας έβγαιναν από άλλες πολιτικές μήτρες.
Ομως, το δημοψήφισμα αποδείχθηκε πως δεν είχε αντίκρισμα. Κινητοποίησε πόρους, εξήψε τα πάθη και τη φαντασία και παρότι συσπείρωσε το αντίπαλο «φιλοευρωπαϊκό» μέτωπο, το κατατρόπωσε. Την υπέρλαμπρη επικράτηση του ΟΧΙ ακολούθησε η εξίσου μεγαλειώδης κωλοτούμπα. Γιατί το δημοψήφισμα εξαρχής δεν αποσκοπούσε στην πίεση των δανειστών, όπως διατείνονταν οι υποστηρικτές του, αλλά σκόπευε κυρίως να αποδείξει (εκτός αλλά και εντός ΣΥΡΙΖΑ) πως η κυβέρνηση υποχρεωνόταν να κάνει κάτι το οποίο δεν ήθελε.
Το δημοψήφισμα εξαρχής δεν αποσκοπούσε στην πίεση των δανειστών, όπως διατείνονταν οι υποστηρικτές του, αλλά σκόπευε κυρίως να αποδείξει (εκτός και εντός ΣΥΡΙΖΑ) πως η κυβέρνηση υποχρεωνόταν να κάνει κάτι το οποίο δεν ήθελε.
Τι είδους τραύματα άφησε όλη αυτή η άσκηση ακραίου βολονταρισμού στο σώμα της ελληνικής πολιτικής σκηνής; Το δημοψήφισμα έσβησε συγκεκριμένα πολιτικά άστρα: εκείνο του Αντώνη Σαμαρά, που περίμενε ματαίως τη στιγμή της ολικής επαναφοράς του. Του Σταύρου Θεοδωράκη και του Ποταμιού, που έχασε τη μοναδική ευκαιρία να βγει μπροστά ως ο ηγέτης της Κεντροαριστεράς. Του Γιάνη Βαρουφάκη –η υπουργική υπόληψη του οποίου είχε ήδη τριμαριστεί άγρια στα Eurogroup–, που θα αποχωρούσε υπερηφάνως, «ανίκητος ηττημένος», όπως ήταν ο τίτλος του αυτοβιογραφικού βιβλίου του στα ελληνικά. Το δημοψήφισμα προς στιγμήν ισχυροποίησε σε υπερθετικό βαθμό τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Τσίπρα προσωπικά, αλλά ήταν και η απαρχή της πολιτικής τους παρακμής. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα μετατρεπόταν από κόμμα διαμαρτυρίας στην κυβέρνηση σε κόμμα εξουσίας, που επιπλέον θα επέλεγε να πιει το πικρό ποτήρι της εφαρμογής των συμφωνηθέντων μέχρι μνημονιακής κεραίας. Ομως, το κόμμα και ο ηγέτης του θα ξόδευαν με ιλιγγιώδη ρυθμό το πολιτικό τους κεφάλαιο, ενώ δεν επρόκειτο να κάνουν την παραμικρή αυτοκριτική για το τι πήγε λάθος και τι κόστισε στη χώρα όλη αυτή η περιπέτεια.
Μέχρι σήμερα η διαχωριστική γραμμή στο δημοψήφισμα συνεχίζει να χαράσσει μια εγκάρσια τομή στο πολιτικό σώμα του τόπου. Γιατί οι διχασμοί, όπως πάντα στην Ιστορία, δεν εξαφανίζονται εν μια νυκτί, αλλά μετουσιώνονται σε άλλες, υπόγειες ή υπέργειες κόντρες και διχόνοιες. Πέρα από όσους σταμάτησαν να μιλάνε και να συνεννοούνται εκείνη την εποχή, πολλοί εκ των οποίων δεν συμφιλιώθηκαν ποτέ, μια πλειάδα διαιρετικών τομών και πολιτισμικών κυρίως πολέμων του παρόντος συνδέονται με ένα νοητό νήμα με εκείνη τη δραματική στιγμή.
*Ο κ. Κωστής Κορνέτης είναι επίκουρος καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης.

