Σε ισχυρές χώρες του δυτικού κόσμου τείνει να κυριαρχεί ένας καταστροφικός συνδυασμός, δύσκολης οικονομικής κατάστασης και δημοσιονομικών περιορισμών από τη μια, σταθερής και μεγάλης ανόδου των κομμάτων του τόξου του λεγόμενου «αντισυστημισμού», του τόξου της δεισιδαιμονίας, της συνωμοσιολογίας και του παραλογισμού από την άλλη.
Οσο ενισχύεται η απήχηση του τόξου του παραλογισμού, τόσο απομακρύνεται η προοπτική να αντιμετωπιστούν τα σύνθετα οικονομικά και άλλα προβλήματα. Κι όσο πιο πιεστικές είναι οι συνέπειες των οικονομικών προβλημάτων και πιο εμφανής ο διαρθρωτικός χαρακτήρας τους (άρα με διάρκεια και με λύσεις που, στον έναν ή τον άλλο βαθμό, θα είναι επώδυνες…), τόσο ενισχύονται ο φόβος, η απόγνωση, ο θυμός και οι τοξικοί υποδοχείς τους, τα πολιτικά κόμματα του παραλόγου. Ισχυρές ευρωπαϊκές –αλλ’ όχι μόνο– χώρες δείχνουν, παγιδευμένες σε αυτή τη μέγγενη, να παρασύρονται από ακροδεξιές και ρατσιστικές δυνάμεις.
Εμείς, μπορούμε να το αποφύγουμε; Είναι μεγάλη κουβέντα. Το ενθαρρυντικό είναι ότι στο φεύγα του 2024, μιας χρονιάς που είχε ανοίξει με πολύ κακούς οιωνούς, έρχεται ένα θετικό μήνυμα: Η ελληνική κοινωνία δείχνει να παίρνει αποστάσεις από μια τέτοια προοπτική.
Παραμονές του 2025, οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν ενίσχυση της αίσθησης της πολιτικής σταθερότητας. Οπερ οφείλεται, πρώτον, σε κάποια βελτίωση της εικόνας της κυβέρνησης, που υποδηλώνει ότι η Ν.Δ. μπορεί να περιορίσει την απήχηση των κομματικών σχηματισμών που βρίσκονται δεξιότερά της. Δεύτερον, στη συσπειρωτική επίδραση των κινδύνων που εγκυμονεί η διεθνής κατάσταση. Τρίτον, σε μια αξιοσημείωτη εξέλιξη: ότι το ΠΑΣΟΚ –έδειξε η τελευταία έρευνα κοινής γνώμης της Metron Analysis– αξιολογείται θετικά στον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης από το 26% του εκλογικού σώματος – μια επίδοση που είχε πολλά χρόνια να επιτύχει κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, από το 2019. Συνολικά, λοιπόν, οι εσωτερικές αναδιατάξεις στο κομματικό σύστημα καθ’ ημάς, αντί να οδηγούν σε πολιτική αστάθεια, φαίνεται ότι ενισχύουν την πολιτική σταθερότητα.
Το δικό μας σπουδαίο στοίχημα σε ένα διεθνές περιβάλλον μεγάλης αναταραχής.
Προς αυτή την κατεύθυνση λειτουργεί και η υποχώρηση του κουραστικού μεσσιανισμού («ψηφίστε με να κερδίσω την κυβέρνηση και τότε θα τα αλλάξω όλα»…), η προσγείωση της πολιτικής αντιπαράθεσης από τη σφαίρα της ιδεοληψίας στο πεδίο της πραγματικότητας και η διεκδίκηση και επιβολή λύσεων, με την εμφάνιση ενός τύπου αντιπολίτευσης που σχεδόν είχε λησμονηθεί: της αντιπολίτευσης που, για να έχει απήχηση, πρέπει να αποδεικνύει ότι μπορεί να φέρνει αποτελέσματα εδώ και τώρα, που κρίνεται από τα δείγματα γραφής που δίνει στο παρόν κι όχι από νεφελώδεις υποσχέσεις για το μέλλον. Αυτό είναι καλό για όλους.
Από αυτό το σημείο, βέβαια, μέχρι την αποκατάσταση μιας νέας και σταθερής ισορροπίας στο κομματικό σύστημα, ο δρόμος είναι μακρύς. Γίνονται πρώτα βήματα. Η εξέλιξή τους θα εξαρτηθεί από πολλούς –και εξωτερικούς– παράγοντες. Αυτό που εν πολλοίς εξαρτάται από τις εσωτερικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας είναι μέσα από τις πολιτικές συγκρούσεις να προκύπτουν και να δοκιμάζονται λύσεις που θα περιορίζουν τις αφόρητες ανισότητες και θα ανακουφίζουν τα προβλήματα του κόσμου της εργασίας. Από αυτό θα κριθούν οι αντοχές της πολιτικής σταθερότητας.

