Αυτές τις μέρες προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες η ταινία «Maria», στην οποία περιγράφονται οι τελευταίες ημέρες της ζωής της κορυφαίας σοπράνο Μαρίας Κάλλας. Η υποδοχή που επιφυλάχθηκε στην ταινία από το ελληνικό κοινό ήταν θερμή. Η αλήθεια είναι πως θέρμη υπήρξε και στην εμφάνιση της Κάλλας στην Αθήνα την πρώτη φορά που επέστρεψε ως διεθνώς καταξιωμένη σταρ. Ομως, οι λόγοι της έξαψης δεν ήταν ακριβώς εκείνοι που θα αναμένονταν.
Ηταν καλοκαίρι του 1957. Στην πρωθυπουργία βρισκόταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και υπουργός Προεδρίας της Κυβερνήσεως (αρμοδιότητα του οποίου ήταν και ο τομέας του Πολιτισμού) ήταν ο Κωνσταντίνος Τσάτσος. Λίγους μήνες πριν ο Τσάτσος είχε μια εξαιρετική ιδέα: η έναρξη του Γ΄ Φεστιβάλ Αθηνών στο πρόσφατα (τότε) αναστηλωθέν Ηρώδειο να γινόταν με ένα ρεσιτάλ όπερας της Κάλλας. Η ίδια θα έδινε και δεύτερη παράσταση προς τέρψη των φιλόμουσων. Θα ήταν, μεταξύ άλλων, και μια θαυμάσια ευκαιρία για τη διεθνή προβολή της Ελλάδας, η οποία την εποχή εκείνη φιλοδοξούσε να αναπτύξει τις τουριστικές της προοπτικές.
Ο Τσάτσος κατόρθωσε να πείσει την Κάλλας. Φυσικά με το αζημίωτο. Η αμοιβή της για τις δύο παραστάσεις θα ήταν 9.000 δολάρια. Εκείνο που ο Τσάτσος δεν είχε υπολογίσει ήταν τα δηλητηριώδη βέλη που θα δεχόταν από την αντιπολίτευση. Το λάβαρο των αντιδράσεων σήκωσε πρώτη η εφημερίδα «Τα Νέα», η οποία ούτε λίγο ούτε πολύ κατηγόρησε τον Τσάτσο για διασπάθιση του δημοσίου χρήματος. Λίγο αργότερα, ο κεντρώος βουλευτής Αγγελος Τσουκαλάς κατέθεσε επερώτηση στη Βουλή, με την οποία ζητούσε από τον αρμόδιο υπουργό να εξηγήσει γιατί είχε συμφωνηθεί να δοθεί αυτή η υπέρογκη αμοιβή στην Κάλλας (η αλήθεια, πάντως, ήταν ότι το συμφωνηθέν ποσό ήταν αντίστοιχο του συνήθους κασέ της).
Παρά το βαρύ κλίμα, η πρώτη παράσταση της Κάλλας ορίστηκε για την 1η Αυγούστου. Η δεύτερη θα δινόταν τέσσερις ημέρες μετά. Η Κάλλας έφτασε στην Αθήνα στο τέλος Ιουλίου, έχοντας ήδη καταστεί, χωρίς να το αναμένει, η πέτρα ενός εν εξελίξει «σκανδάλου», όπως ήθελε να το παρουσιάζει η αντιπολίτευση και ο προσκείμενος σε αυτή Τύπος. Οι αρχηγοί του Κέντρου, Σοφοκλής Βενιζέλος και Γεώργιος Παπανδρέου, δήλωσαν ότι δεν θα παρακολουθούσαν την παράσταση – όχι επειδή αμφισβητούσαν τις φωνητικές ικανότητες της Κάλλας, αλλά διότι προφανώς ήθελαν να καταγγείλουν εμπράκτως την κυβέρνηση. Οι φήμες έδιναν κι έπαιρναν ακόμη και για οργανωμένες αποδοκιμασίες εις βάρος της Κάλλας όταν εκείνη θα εμφανιζόταν στη σκηνή του Ηρωδείου. Η ίδια αρνήθηκε να το διακινδυνεύσει κι έτσι η πρώτη της συναυλία εκεί δεν δόθηκε ποτέ. Η επίσημη δικαιολογία για τη ματαίωση, η οποία ανακοινώθηκε μόλις μία ώρα πριν από την επίσημη έναρξη της παράστασης, ήταν «απρόοπτη ασθένεια» της σοπράνο (για την ακρίβεια: φλεγμονή της τραχείας λόγω της θερινής αθηναϊκής ξηρασίας…). Ελάχιστοι πείστηκαν ότι αυτή ήταν η πραγματική αιτία.
Ο Κων. Τσάτσος συγκέντρωσε τα δηλητηριώδη βέλη της αντιπολίτευσης και μερίδας του Τύπου λόγω του ύψους της αμοιβής (9.000 δολ.) της κορυφαίας σοπράνο.
Ο Τσάτσος προσπάθησε να πείσει την Κάλλας να δώσει τουλάχιστον τη δεύτερη παράσταση. Η ίδια ήταν ανένδοτη. Κλείστηκε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου στο οποίο διέμενε και διαμήνυσε ότι θα παρέμενε εκεί μέχρι να αναχωρούσε από την Αθήνα. Ο καλλιτεχνικός θρίαμβος που είχε σχεδιάσει ο Τσάτσος κινδύνευε να μετατραπεί σε φιάσκο. Προκειμένου να αποφύγει τα χειρότερα, ο Τσάτσος επέμεινε. Επιστράτευσε και τον σύζυγο της Κάλλας, Τζιοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι. Υπό τη συνδυασμένη πίεση των δύο, η Κάλλας ενέδωσε.
Στις οκτώ και μισή το βράδυ της 5ης Αυγούστου 1957 η Κάλλας στάθηκε στην ορχήστρα του κατάμεστου Ηρωδείου. Ανάμεσα στους θεατές συγκαταλέγονταν ο πρωθυπουργός και τα περισσότερα μέλη της κυβέρνησης, αλλά κανένας εκπρόσωπος της αντιπολίτευσης. Στον Αμερικανό πρεσβευτή που τον προσκάλεσε να πάνε μαζί στο Ηρώδειο, ο επιφανής κεντρώος βουλευτής Γεώργιος Μαύρος απάντησε ότι κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να συμβεί διότι το «ζήτημα ήταν πολιτικό». Ο Τσάτσος, που καθόταν στην πρώτη σειρά, εξακολουθούσε να αγωνιά για το ενδεχόμενο οχλαγωγιών (πολιτικά υποκινούμενων) την ώρα που η παράσταση θα ξεκινούσε. Ομως οι φόβοι του διαψεύστηκαν. Οταν η Κάλλας ξεκίνησε να τραγουδά, η ερμηνεία της ήταν τόσο συγκλονιστική, ώστε ακόμη και ορισμένοι που είχαν πάει στο Ηρώδειο με πρόθεση να ασχημονήσουν, σώπασαν. Στο τέλος το χειροκρότημα ήταν αποθεωτικό. Το παραδέχτηκαν την επόμενη ημέρα ακόμη και οι αντιπολιτευόμενες εφημερίδες, μολονότι συνέχισαν να καταφέρονται εναντίον του Τσάτσου. Τα «Νέα» δεν σταμάτησαν τις επιθέσεις εναντίον του παρά μόνο μετά την πάροδο δύο ολόκληρων μηνών, έστω κι αν ο ιδιοκτήτης τους, Χρήστος Λαμπράκης, ήταν ένας από τους πιο διακεκριμένους φιλόμουσους της Ελλάδας, ο οποίος μάλιστα, μερικές δεκαετίες αργότερα, πρωτοστάτησε στη δημιουργία του εμβληματικού Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι ο Λαμπράκης ανέλαβε την προεδρία του «Συλλόγου οι Φίλοι της Μουσικής» το 1977, χρονιά θανάτου της Κάλλας…).
*Ο κ. Αντώνης Κλάψης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και συνιδρυτής του Strategic Governance Lab.

