Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ στα απομνημονεύματά του (εκδ. Ικαρος 1955, σελ. 240-249) περιγράφει την αντεπίθεση των Γερμανών στις Αρδέννες. Οπως σημειώνει, η απόφαση του συμμαχικού στρατηγείου να επιτεθούν οι δυνάμεις του τόσο στο βόρειο μέτωπο όσο και στο νότιο, μέσω της Αλσατίας, άφησε το κέντρο των συμμαχικών δυνάμεων πολύ εξασθενημένο. «Στον τομέα των Αρδεννών, ένα μόνο αμερικανικό σώμα, το 8ο, που περιελάμβανε τέσσερις μεραρχίες, εκρατούσε ένα μέτωπο 120 χιλιομέτρων». Η Βέρμαχτ, παρά τη δεινή θέση στην οποία βρισκόταν, κατόρθωσε και συγκέντρωσε 70 μεραρχίες στο δυτικό μέτωπο, εκ των οποίων οι 15 ήταν θωρακισμένες. Μάλιστα η 6η θωρακισμένη στρατιά των Γερμανών ήταν άριστα εξοπλισμένη και τις θέσεις της τις παρακολουθούσαν οι υπηρεσίες πληροφοριών των συμμάχων. Αίφνης την έχασαν από τα «ραντάρ» τους και λόγω της κακοκαιρίας που καθιστούσε τις αναγνωριστικές πτήσεις απαγορευτικές. «Ο Αϊζενχάουερ υπωπτεύετο ότι κάτι ετοιμάζετο, η έκτασις όμως και η σφοδρότης του πλήγματος εξέπληξε τους πάντας».
Ο στρατάρχης Ρούνστεντ είχε συγκεντρώσει δύο θωρακισμένες στρατιές που αντιπροσώπευαν ένα σύνολο 10 θωρακισμένων μεραρχιών και 14 μεραρχιών πεζικού. Σκοπός του ήταν να επιτεθεί στο ασθενές μέτωπο των Αρδεννών, που βρισκόταν στο κέντρο της συμμαχικής διάταξης. Η επίθεση άρχισε στις 16 Δεκεμβρίου 1944, την ίδια στιγμή που κορυφώνονταν οι μάχες στους δρόμους της Αθήνας. Ο Τσώρτσιλ μπόρεσε να διαχειριστεί και τις δύο κρίσεις με επιτυχία, χωρίς να πανικοβληθεί. Σε συνεχή επικοινωνία με τον στρατάρχη Ιαν Σματς και τον πρόεδρο Ρούζβελτ, ενημερωνόταν συνεχώς για τις εξελίξεις στο μέτωπο των Αρδεννών, ενώ στην εσωτερική αλληλογραφία με τον Σματς επισήμανε τα λάθη τακτικής του Αϊζενχάουερ, καθώς «οι δυνάμεις μας δεν μας επέτρεπαν να εκτελέσωμεν συγχρόνως δύο μεγάλας επιθέσεις, όπως εκείνη εναντίον της Κολωνίας και εκείνη εναντίον του Σαρ».
Οι ηγέτες του ΚΚΕ στην Αθήνα πίστεψαν πως θα είχαν έξωθεν βοήθεια στην εξέγερσή τους, όμως οι προτεραιότητες του Στάλιν ήταν πολύ διαφορετικές.
Υπό την πίεση των πολεμικών επιχειρήσεων ο Τσώρτσιλ αναγκάστηκε, στις 6 Ιανουαρίου 1945, να στείλει μήνυμα στον Ι. Β. Στάλιν, με το οποίο του ζητούσε εμμέσως να επισπεύσει τις επιχειρήσεις του σοβιετικού στρατού στο ανατολικό μέτωπο που είχαν διακοπεί λόγω των πολύ κακών καιρικών συνθηκών. Ο Στάλιν, προσηλωμένος στον στόχο της τελικής επικράτησης, απάντησε την άλλη μέρα στον Τσώρτσιλ διαβεβαιώνοντάς τον πως θα ξεκινήσει η μεγάλη σοβιετική επίθεση εντός του δεύτερου δεκαπενθημέρου του Ιανουαρίου, «χωρίς να λάβη υπ’ όψιν τον καιρό…». Ο Τσώρτσιλ σχολιάζει εγκωμιαστικά αυτή τη στάση του Στάλιν γράφοντας: «…ήταν μια θαυμαστή χειρονομία εκ μέρους των Ρώσων και του αρχηγού τους να επιταχύνουν έτσι την μεγάλη τους επίθεση, ίσως με βαρειές θυσίες σε ανθρώπινο υλικό».
Αυτό ακριβώς το πνεύμα τής, με κάθε θυσία, διατήρησης της μεγάλης συμμαχίας δεν μπόρεσαν να «διαβάσουν» οι ηγέτες του ΚΚΕ στην Αθήνα. Πίστεψαν πως θα είχαν έξωθεν βοήθεια στην εξέγερσή τους, όμως οι προτεραιότητες του Στάλιν ήταν πολύ διαφορετικές. Ετσι οδηγήθηκαν στη στρατιωτική, πολιτική και ηθική συντριβή.

