Συμβαίνει κάθε τέλος του χρόνου. Πληθαίνουν οι θάνατοι. Απρόβλεπτοι ή «αναμενόμενοι». Στο πολιτιστικό ρεπορτάζ, στην περίοδο των γιορτών, οι αποχαιρετισμοί επωνύμων από όλους τους τομείς της τέχνης είναι συχνοί. Υπάρχει μια κρυφή ανησυχία για τα στενάχωρα του βίου. Μερικές φορές, αφορούν και ανθρώπους με τους οποίους συμπορευτήκαμε. Η δημοσιογράφος και αρχαιολόγος (δεν ξέρω ποια ιδιότητα θα έπρεπε να προτάξω) Σοφία Ταράντου, που κηδεύτηκε την Πέμπτη, σε ηλικία 69 ετών, είναι ανάμεσα στους πρώτους συνοδοιπόρους μου στη δημοσιογραφική διαδρομή. Τη συνάντησα στο «Εθνος» το 1984, με προϋπηρεσία εκείνη ήδη, ήταν διαπιστευμένη στο υπουργείο Πολιτισμού, στο «νηπιαγωγείο» της δουλειάς εγώ.
Ανήκε στη σπάνια κατηγορία συναδέλφων που δεν λειτουργούσαν ανταγωνιστικά αλλά υποστηρικτικά, δεν θα ξεχάσω ότι με είχε βοηθήσει να ξελασπώσω σε τουλάχιστον δύο δύσκολα θέματα για τα κυβικά μου, εκείνη την εποχή: το νομοσχέδιο για τον κινηματογράφο (που είχε την υπογραφή της Μελίνας Μερκούρη και του Μάνου Ζαχαρία, το 1984) και τον αιφνίδιο, αργά το βράδυ, θάνατο του Ορσον Γουέλς (το 1985). Εχω κρατήσει και τα δύο αυτά κείμενα, και, 40 χρόνια μετά, τα ξαναβρήκα, με μεγάλη συγκίνηση. Εδώ, σταματά οποιαδήποτε προσωπική αναφορά. Η Σοφία είχε γύρω της ανθρώπους και φίλες στενές που την αποχαιρέτισαν σπαρακτικά. Η δική μας σχέση ήταν θερμή αλλά απόμακρη στα χρόνια που μεσολάβησαν. Θα θυμάμαι την εικόνα της: να μπαίνει φουριόζα στο γραφείο, σαν δύναμη της φύσης, φορτωμένη τσάντες, ντυμένη πάντα με μαύρα ρούχα, με τα μαλλιά της πιασμένα με ένα χτενάκι που συνέχεια γλιστρούσε και το διόρθωνε αδιάφορα και ατημέλητα, τα γυαλιά σταθερά στο χαρακτηριστικό, όσο και η φωνή της, πρόσωπό της. Μιλούσε έντονα, με ακρίβεια, ωραία ελληνικά. Κουβαλούσε πολλές τσάντες και σακούλες με χαρτιά και βιβλία, αλλά και φαγητό για τα αδέσποτα που είχε υπό την προστασία της. Τα καλοκαίρια της τα περνούσε ηλιοκαμένη και γεμάτη χώματα… Δεν εγκατέλειψε ποτέ το ανασκαφικό έργο στη Βοϊδοκοιλιά, στη Μεσσηνία, μαζί με τον σύζυγό της, αρχαιολόγο και πανεπιστημιακό, Γεώργιο Στ. Κορρέ.
Πού πηγαίνουν οι «συνάδελφοι» όταν πεθαίνουν; Σαν να ανοίγει μια καταπακτή ακριβώς κάτω από τη θέση τους και χάνονται, εξαφανίζονται εν ριπή οφθαλμού. Υπάρχουν/δεν υπάρχουν. Τη μια στιγμή γελάτε, κουβεντιάζετε, διαφωνείτε, εκρήγνυσθε, μισείτε και αγαπάτε, και την άλλη σιωπή. Ησυχία. Κενό. Κάπου κάπου μια αναφορά, ίσως, σε συζητήσεις ανεπίσημες ή επίσημες. Εως εκεί. Και, φυσικά, τα κείμενα, ως γραπτά τεκμήρια ότι υπήρξαν. Η υπογραφή στο έντυπο ή η εικόνα ή η φωνή στις εκπομπές. Για τους «ιστορικούς του μέλλοντος» ή για όσους κάτι αναζητούν και σκοντάφτουν πάνω στον απόντα/στην απούσα.
Αραγε, στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, των ψηφιακών νομάδων, της εξ αποστάσεως εργασίας, πώς διαμορφώνεται και η έννοια του «συναδέλφου»;
Το ερώτημα, προφανώς, δεν αφορά το δημοσιογραφικό επάγγελμα και μόνο. Ισχύει για κάθε άνθρωπο που έχει δουλέψει οπουδήποτε, οποτεδήποτε, που έχει συνυπάρξει στον ίδιο επαγγελματικό χώρο με άλλους, που έχει ζήσει ένα μέρος του βίου του (μικρότερο ή μεγαλύτερο) ως «συνάδελφος».
Αραγε, στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, των ψηφιακών νομάδων, της εξ αποστάσεως εργασίας, πώς διαμορφώνεται και η έννοια του «συναδέλφου»; Ποια είναι τα σύγχρονα χαρακτηριστικά του; Συμβάλλει στο «κλίμα» του γραφείου και πώς; Τι σημαίνει η λέξη και τι θα σημαίνει πολύ σύντομα, όταν η φυσική παρουσία θα παίζει ολοένα και πιο περιορισμένο ρόλο; Η απομόνωση του καθενός στην ταχύτατα εξελισσόμενη οθόνη του και στις διαδικτυακές υπηρεσίες αδυνατίζει και τη συνθήκη της συμπόρευσης, του «διπλανού». Της απορίας που θα διατυπώσεις αγχωμένα, με δυνατή φωνή και θα πάρεις απάντηση, της μικροσυζήτησης με την αίσθηση μιας εφήμερης οικειότητας. Αυτής που μοιράζεσαι όσο ο άλλος είναι παρών. Οσο είναι ορατός. Οσο η αύρα του και η εικόνα του είναι κάτι με το οποίο διασταυρώνεσαι. Κι ύστερα;
Σαν να ακούω τη Σοφία να καταφτάνει φουριόζα.

