Ο μηδενισμός κάποιων τραπεζικών προμηθειών που ανακοίνωσε κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού ο κ. Μητσοτάκης είναι ασφαλώς μια σημαντική απόφαση στη σωστή κατεύθυνση. Ωστόσο, είναι ένα μέτρο που άργησε τουλάχιστον τέσσερα χρόνια και δεν προχώρησε αρκετά βαθιά.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα συνολικά κέρδη των τραπεζών από τις προμήθειες είναι σχεδόν 1,8 δισ. ευρώ τον χρόνο – περίπου 350 εκατ. από αυτά για καθημερινές συναλλαγές του απλού πολίτη με αυτές. Το κόστος του μηδενισμού κάποιων προμηθειών που ανακοινώθηκαν δεν υπερβαίνει τα 150 εκατ. ευρώ. Αρα οι τράπεζες θα συνεχίζουν κάθε χρόνο να έχουν κέρδη από προμήθειες πάνω 1,5 δισ. ευρώ – κάποιες ακόμη και για τραπεζικές υπηρεσίες που προσφέρονται μέσω του Διαδικτύου.
Επιπλέον, όσα ανακοίνωσε η κυβέρνηση για απαλοιφή των χρεώσεων από μηχανήματα αυτόματων συναλλαγών σε απομακρυσμένες περιοχές όπου υπάρχει ένα μόνο ΑΤΜ είναι ένα ημίμετρο πολύ κατώτερο των περιστάσεων. Eνας πολίτης που ζει σε ένα χωριό ή σε μια κωμόπολη όπου υπάρχουν δύο ΑΤΜs αλλά δεν είναι της τράπεζας στην οποία έχει λογαριασμό, πάλι θα αναγκαστεί να ταξιδέψει δεκάδες χιλιόμετρα αν δεν θέλει να πληρώσει την προμήθεια των 5 ευρώ για μια ανάληψη. Θα περίμενε κανείς η κυβέρνηση να ασκήσει σοβαρές πιέσεις στις τράπεζες να μην εισπράττουν καθόλου προμήθεια από τις συναλλαγές με ΑΤΜ σε απομακρυσμένες περιοχές της χώρας έτσι κι αλλιώς.
Βασικά η κυβέρνηση θα έπρεπε να πιέσει τις τέσσερις συστημικές τράπεζες να βρουν μια φόρμουλα συνεργασίας μεταξύ τους ώστε να έχει τη δυνατότητα κάθε πολίτης να βγάζει δωρεάν χρήματα από οποιοδήποτε ΑΤΜ των τεσσάρων τραπεζών βρει μπροστά του – το έκαναν πριν από 40 χρόνια οι βρετανικές τράπεζες, όταν σπούδαζα στη Βρετανία, γιατί όχι κι οι ελληνικές. Θυμίζω ότι την ίδια –μυωπική– άρνηση είχαν οι κατασκευάστριες εταιρείες στο να δεχθούν να συνεργαστούν μεταξύ τους ώστε οι πολίτες να μη χρειάζονται 3 ή 4 διαφορετικά e-pass για να μπορέσουν να διασχίσουν την Ελλάδα. Πιέστηκαν όμως από την κυβέρνηση της Ν.Δ. και υποχρεώθηκαν να δεχθούν το αυτονόητο. Οτι π.χ. με το e-pass της Αττικής Οδού ένας πολίτης μπορεί να ταξιδέψει και στην Ολυμπία Οδό, και στην Ιωνία Οδό, και στην Εγνατία. Στοιχειώδη πράγματα για μια χώρα που σέβεται τους πολίτες της και θέλει να εμφανίζεται ως προηγμένη τεχνολογικά.
Οι ίδιες οι τράπεζες θα έπρεπε, ακολουθώντας το πνεύμα των ανακοινώσεων του πρωθυπουργού, να έπαιρναν επιτέλους την πρωτοβουλία για να ανεβάσουν τα επιτόκια καταθέσεων. Δεν είναι δυνατόν μεγάλοι τραπεζικοί οργανισμοί να προσφέρουν επιτόκια καταθέσεων 0,1% ή 0,2% –από τα χαμηλότερα στην Ε.Ε.– και να έχουν επιτόκια χορηγήσεων 5 ή 6 μονάδες υψηλότερα. Γίνεται φανερό ότι, στους δύσκολους σημερινούς καιρούς, κάθε σκληρά εργαζόμενος πολίτης που με χίλια ζόρια καταφέρνει να μαζέψει ένα μικρό κομπόδεμα αισθάνεται ότι οι τράπεζες τον κοροϊδεύουν όταν δεν μπορούν να προστατεύσουν τις καταθέσεις του ούτε καν από τον πληθωρισμό που «τρέχει» σήμερα στο 2% αλλά το 2021 ήταν πάνω από 5%.
Oλοι γνωρίζουμε ότι οι τράπεζες είναι η ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας και πρέπει να είναι κερδοφόρες και υγιείς. Χωρίς τις τράπεζες δεν μπορεί να λειτουργήσει η σύγχρονη οικονομία. Γι’ αυτό εξάλλου κι ο ελληνικός λαός πλήρωσε και ξαναπλήρωσε για την ανακεφαλαιοποίησή τους μετά την απαξίωση και την καταστροφή τους από την κρίση. Δεν είναι δυνατόν, όμως, τα πιστωτικά ιδρύματα που οφείλουν την άδεια λειτουργίας τους στο ελληνικό κράτος να ενδιαφέρονται μόνο για το δικό τους κέρδος και να μην επιτελούν το χρέος τους ως αποταμιευτική βάση του ελληνικού πληθυσμού.
Πόσο μάλλον όταν η πλειονότητα των πολιτών στην Ελλάδα ζει με 800-900 ευρώ καθαρά τον μήνα, άρα ακόμη και μια μικρή μείωση στο επιτόκιο του στεγαστικού δανείου ή η εξάλειψη των προμηθειών για κάποιες συναλλαγές που κάνει η μεγάλη μάζα του ελληνικού λαού θα ήταν μια κάποια ελάφρυνση στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.
Η νέα τεχνολογία οδήγησε τα τελευταία χρόνια στο κλείσιμο μεγάλου μέρους των υποκαταστημάτων των τραπεζών και στην αντικατάσταση χιλιάδων εργαζομένων με ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Εξέλιξη που οδήγησε στη σοβαρή μείωση του κόστους των τραπεζών και στην αύξηση της κερδοφορίας τους, που έφερε ακόμη και μπόνους στις αδρά αμειβόμενες διοικήσεις τους. Αν οι οργανισμοί αυτοί ήταν στοιχειωδώς ανταγωνιστικοί, αυτή η μείωση του κόστους θα έπρεπε να είχε περάσει χρόνια τώρα με κάποιον τρόπο στον πολίτη.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να ενισχύσει τα κίνητρα για περισσότερο ανταγωνισμό δίνοντας και σε άλλες μεγάλες εταιρείες της χώρας τη δυνατότητα να αρχίσουν να δανειοδοτούν τους πολίτες. Αλλά είναι ένα μέτρο που θα πάρει χρόνια ώσπου να έχει κάποιο αποτέλεσμα.
Οι πολίτες όμως τώρα κάνουν ταμείο. Και το βρίσκουν… μείον.

