Το βράδυ της Κυριακής, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη βγήκε ενισχυμένη από τη συζήτηση για τον κρατικό προϋπολογισμό του 2025. Ο πρωθυπουργός κυριάρχησε στη Βουλή, μπόρεσε να εστιάσει στην πολιτική ενίσχυσης των πολιτών με μεσαία και χαμηλά εισοδήματα, και η πρόταση υπερψηφίστηκε από περισσότερους βουλευτές απ’ όσους διαθέτει η Νέα Δημοκρατία. Την επόμενη ημέρα, στο Βερολίνο, ο καγκελάριος Ολαφ Σολτς έχασε ψήφο εμπιστοσύνης, ανοίγοντας τον δρόμο για εθνικές εκλογές στις 23 Φεβρουαρίου. Για τον Σολτς, η ήττα ήταν αναμενόμενη και θεμιτή, καθώς οι εκλογές είχαν προαναγγελθεί μετά την απόφαση του καγκελαρίου να αποπέμψει το φιλελεύθερο FDP από την κυβέρνηση συνασπισμού. Και οι δύο αρχηγοί ήταν ικανοποιημένοι από το αντίθετο αποτέλεσμα των ψηφοφοριών εμπιστοσύνης στις κυβερνήσεις τους, καθώς άλλες προσδοκίες και φόβους είχε ο ένας και άλλες ο άλλος.
Μια σταθερή Ελλάδα με ισχυρό Κέντρο και μια Γερμανία που φαίνεται αποφασισμένη να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις, μπορούν να έχουν κοινή πορεία στην Ευρώπη.
Για τον Μητσοτάκη, το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήταν καλοδεχούμενη εξέλιξη, έπειτα από αυτό των ευρωεκλογών (όπου ο ίδιος είχε βάλει τον πήχυ ψηλά, χωρίς λόγο) και μετά την αποπομπή του Αντώνη Σαμαρά από τη Νέα Δημοκρατία. Ο πρώην πρωθυπουργός απείχε από την ψηφοφορία, και ο χώρος στα δεξιά της Ν.Δ. δεν φαίνεται να μεγαλώνει εις βάρος της κυβέρνησης. Στις δημοσκοπήσεις η Ν.Δ. επανακάμπτει – όμως, όχι τόσο ώστε να μπορούσε να αποκτήσει αυτοδυναμία εάν οι εκλογές διεξάγονταν σήμερα. Ο πρωθυπουργός διαθέτει δυόμισι χρόνια για να εφαρμόσει την πολιτική που θεωρεί ότι θα ενισχύσει το κόμμα του. Η γενικότερη αδιαφορία για τη στάση του Σαμαρά (όπως διατυπώνεται σε δημοσκόπηση της Pulse για τον ΣΚΑΪ) ενισχύει την εντύπωση ότι το πιο πρόσφορο έδαφος για να ανακτήσει η Ν.Δ. την εκλογική της δύναμη είναι το Κέντρο – όπου μάλλον ανήκουν οι περισσότεροι ψηφοφόροι που απομακρύνθηκαν από αυτήν τελευταίως. Η επιλογή προσώπου για την Προεδρία της Δημοκρατίας και η πολιτική σε ζητήματα όπως η ακρίβεια, η Δικαιοσύνη, η Παιδεία και η προστασία του περιβάλλοντος θα κρίνουν εάν η Ν.Δ. θα μπορέσει να ελπίζει σε αυτοδυναμία στο τέλος της τετραετίας. Εως τότε, ο Μητσοτάκης έχει το προνόμιο να ηγείται μιας χώρας σταθερής που συμμετέχει στις διεργασίες για την εξέλιξη της Ευρώπης και που τα επόμενα δύο χρόνια θα είναι μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Στη Γερμανία, η εμμονή του FDP στο δημοσιονομικό δόγμα της αποφυγής χρέους, σε συνδυασμό με το συνταγματικώς επιβεβλημένο (από την εποχή της Αγκελα Μέρκελ) φρένο χρέους, υπογράμμιζε την αδράνεια του συστήματος μπροστά στις κλιμακούμενες απειλές της εποχής. Χωρίς επενδύσεις σε υποδομές και στην εκπαίδευση, χωρίς στήριξη της ανάπτυξης, χωρίς κοινωνικά προγράμματα υπέρ των αδυνάμων, η Γερμανία θα αντιμετωπίζει ολοένα μεγαλύτερη άνοδο ακραίων πολιτικών δυνάμεων. Σήμερα, το συντηρητικό CDU προηγείται στις δημοσκοπήσεις, με δεύτερη την ακροδεξιά AfD και τρίτο κόμμα το SPD του Σολτς. Η AfD, που εκφράζει απόψεις του Πούτιν, προχθές απέκτησε και τη στήριξη του Ελον Μασκ, καθιστώντας τη ακόμη πιο ισχυρή πριν από τις εκλογές. Με άλλα λόγια, όσο η Γερμανία υπηρετούσε ξεπερασμένα δόγματα, οι «ανορθόδοξες» δυνάμεις της Ακροδεξιάς και Ακροαριστεράς αποκτούσαν ολοένα μεγαλύτερη επιρροή. Η αποτίναξη του ζυγού του FDP θεωρήθηκε λύτρωση από μέλη του SPD, παρότι οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης. Τώρα ούτε το CDU είναι προσκολλημένο στο φρένο χρέους. Μετά τις εκλογές, αυτός ο νέος ρεαλισμός πιθανώς να ωφελήσει τη Γερμανία, και συνεπώς και την Ε.Ε. Μια σταθερή Ελλάδα με ισχυρό Κέντρο και μια Γερμανία αποφασισμένη να εξελιχθεί για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της εποχής μπορούν να βρεθούν πολύτιμοι συνοδοιπόροι σε κοινή πορεία στην Ευρώπη.

