«Είχαμε 50 χρόνια κοινής ζωής. Τρία παιδιά, επτά εγγόνια. Ησουν ένας επιμελής πατέρας, παρών για να ακούς, ένας ευγενικός άνθρωπος, απολύτου εμπιστοσύνης. Μοιραστήκαμε τα γέλια, τις χαρές, τις λύπες μας. Μοιραστήκαμε τις δύσκολες στιγμές, τις διακοπές μας, τα γενέθλια, τα Χριστούγεννα. Για τέσσερα χρόνια προετοιμαζόμουν γι’ αυτή τη δίκη και ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω γιατί. Πώς ανατράπηκε η ζωή μου; Πώς έφτασε σε αυτό το σημείο; Πώς μπόρεσες να με προδώσεις σε αυτόν τον βαθμό;».
Δεν μπορεί κάποιος εύκολα να βρει λόγια να χαρακτηρίσει αυτή τη γυναίκα, να περιγράψει το θάρρος της να κοιτάζει κατάματα τον ενορχηστρωτή των βιασμών της, τον «αγαπημένο» της σύζυγο. Δεν υπάρχουν λέξεις για να περιγράψει την αποφασιστικότητά της να γίνει δημοσίως, και όχι κεκλεισμένων των θυρών, η δίκη του συντρόφου της και άλλων 50 ανδρών που επί δέκα χρόνια τη σκότωναν ξανά και ξανά.
Αλλά η θέληση της Ζιζέλ Πελικό να στείλει το μήνυμα ότι η ντροπή ανήκει στους θύτες και όχι στα θύματα, ήταν σπουδαιότερη, πάνω και πέρα από τον προσωπικό της εφιάλτη. Εγινε ο δικός της αγώνας. Δεν έλειψε ούτε μία ημέρα από τη δίκη. Πώς άντεξε; Πού βρήκε τη δύναμη; Και πώς νιώθει κάθε μέρα γνωρίζοντας πλέον με την παραμικρή, ανατριχιαστική λεπτομέρεια τη φρικτή αλήθεια: όλα όσα πέρασε επί μία δεκαετία, στα χέρια αγνώστων ανδρών που ο σύζυγός της έφερνε στο σπίτι τους.
Για τη Ζιζέλ Πελικό ο Ντομινίκ ήταν πάντοτε ένας. Ο άνθρωπός της. Μέχρι τη στιγμή που οι αστυνομικοί τής έδειξαν βίντεο και φωτογραφίες, αποδείξεις της κακοποίησής της, ο Ντομινίκ ήταν ένας «σούπερ τύπος».
Γείτονες, εργένηδες, παντρεμένοι, διαζευγμένοι, συνταξιούχοι, ένας δημόσιος υπάλληλος, ένας ηλεκτρολόγος και ένας υδραυλικός, ένας διευθυντής ξενοδοχείου, άνδρες της διπλανής πόρτας, που έφευγαν από την οικογένειά τους, τα παιδιά τους, για να βιάσουν μια άγνωστη γυναίκα χωρίς αισθήσεις, ναρκωμένη, αδρανοποιημένη στο κρεβάτι της, ανήμπορη, σαν μια ψεύτικη κούκλα.
Η πλευρά της υπεράσπισης του Πελικό υποστήριξε ότι υπήρχαν «δύο Ντομινίκ»: ένας οικογενειάρχης και ένας άνθρωπος με κάποια «διαστροφή».
Για τη Ζιζέλ Πελικό όμως, ο Ντομινίκ ήταν πάντοτε ένας. Ο άνθρωπός της. Ο νεανικός έρωτας, ο καλός οικογενειάρχης, ο τέλειος σύντροφος, ο συνταξιδιώτης της. H Zιζέλ μόνο αυτόν τον Ντομινίκ γνώριζε. Μέχρι τη στιγμή που οι αστυνομικοί τής έδειξαν βίντεο και φωτογραφίες, αποδείξεις της κακοποίησής της, ο Ντομινίκ ήταν ένας «σούπερ τύπος».
Είναι αδιανόητη η προδοσία που υπέστη αυτή η γυναίκα. Είναι πέρα από την πιο αρρωστημένη φαντασία. Και όμως, η Ζιζέλ Πελικό δεν φοβήθηκε να φωτίσει τα σκοτάδια της, να τα κάνει δημόσια, να τα μοιραστεί με όλους. Σε μια εποχή που οι γυναίκες αναζητούν πώς θα δυναμώσουν τη φωνή τους, η Ζιζέλ Πελικό έδειξε τον τρόπο: χωρίς φόβο, χωρίς ντροπή.

