Μια μέρα πεθύμησα το κέντρο της Αθήνας. Είχε καλό καιρό και ήθελα να περπατήσω. Ξεκίνησα από την πλατεία Συντάγματος και άφησα το βλέμμα μου να περιπλανηθεί προς το κάτω μέρος της, στις παρυφές της Ερμού. Ατένισα τα δύο άχαρα μεταπολεμικά κτίρια που, ας πούμε, «στεφανώνουν» την πύλη του πιο εμπορικού δρόμου της πόλης. Μελαγχόλησα.
Συμπαθητικό το χριστουγεννιάτικο δέντρο, αλλά οι γιορτές είναι πάνω απ’ όλα ένα παραμύθι, και αναλογίστηκα ποιο παραμύθι μπορεί να πουλήσει τέτοιες μέρες η Αθήνα. Με τι ακριβώς θα συνδεθεί ένα μικρό παιδί που θα το φέρνουν οι γονείς του στο κέντρο για να δει το «δέντρο»; Ποιες εικόνες θα τροφοδοτούν το μελλοντικό, ενήλικο κουτί των δικών του παιδικών αναμνήσεων; Η δική μου γενιά είχε το Μινιόν, την Πανελλήνιο Αγορά, τον Πάλλη, τον Κατράντζο, τον Μούγερ, τα συνοικιακά βιβλιοπωλεία – χαρτοπωλεία και ζαχαροπλαστεία που ήταν κάθε χρόνο εκεί για να εγγράφουν μέσα μας μια εντελώς προσωπική χριστουγεννιάτικη ιστορία. Υπήρχε το στοιχείο της έκπληξης, της γλυκιάς αγωνίας και, κυρίως, της μαγείας που αυτό το σχεδόν επαρχιακό αλλά καθησυχαστικό σύμπαν μας πρόσφερε απλόχερα.
Ισως μόνο στην Αθήνα δυσκολεύεσαι τόσο πολύ να πέσεις πάνω σε «κάτι» που να μπορείς να το συνδέσεις με παλιότερες εκδοχές του εαυτού σου.
Πολύ γρήγορα μου γεννήθηκε η επιθυμία να χωθώ σε ένα βιβλιοπωλείο και να χαζέψω. Είναι σοκαριστικό, αλλά η πιο κεντρική, η πιο εμπορική πλατεία της πρωτεύουσας και ολόκληρη η φαινομενικά απέραντη ενδοχώρα της δεν διαθέτουν ένα αυτοτελές, φιλόξενο, ενημερωμένο βιβλιοπωλείο που να έχει ζυμωθεί στοιχειωδώς μέσα στον χρόνο και να μη θυμίζει μίνι μάρκετ νέων εκδόσεων· κάτι, τέλος πάντων, που να μας κληρονομήθηκε από τον 20ό αιώνα και ας μην είναι απαραίτητα ο Κάουφμαν, ο παλιός Ελευθερουδάκης ή το Βιβλιοπωλείο της Εστίας. Ολη η αγορά του ελεύθερου χρόνου, που κάποτε υπήρξε αναπόσπαστο κομμάτι της εμπορικής ζωής, έχει συρρικνωθεί σε άψυχους, μονοθεματικούς ορόφους πολυκαταστημάτων που προκαλούν τόση τέρψη και συναισθηματική φόρτιση όσο μια παγοκολόνα στον Βόρειο Πόλο. Τα ίδια περίπου ισχύουν αν αναζητήσεις ένα καφέ, ζαχαροπλαστείο ή εστιατόριο. Ολα αφόρητα καινούργια και κραυγαλέα αναλώσιμα.
Η αλήθεια είναι ότι για έναν σημερινό πενηντάρη ή εξηντάρη το κέντρο της Αθήνας είναι τόσο άγνωστο και συναισθηματικά αδιάφορο όσο και μια πόλη οπουδήποτε στον κόσμο. Φυσικά δεν είμαστε οι μόνοι «τυχεροί». Οι Λονδρέζοι παραπονιούνται για την άλωση της δικής τους πόλης, οι Παριζιάνοι το ίδιο. Εχω, όμως, την αίσθηση ότι μόνο στην Αθήνα δυσκολεύεσαι τόσο πολύ να πέσεις πάνω σε «κάτι» που να μπορείς να το συνδέσεις με παλιότερες εκδοχές του εαυτού σου. Η καταστροφή μοιάζει ολοκληρωτική· σαν να πέρασε φωτιά και να μην άφησε πίσω της τίποτα όρθιο. Κάτι τελειώνει, κάτι θα αρχίσει. Για την ώρα βλέπουμε μόνο τη σκιά αυτού που φεύγει. Και δεν είναι ωραία.

