Πολλές φορές τα βάζουμε με το λεγόμενο «περιβάλλον». «Είναι δυνατόν να μην ήξερε;». Ο αστυνομικός πατέρας κακοποιούσε την οικογένειά του με τέτοια ένταση που το ένα παιδί κάποια στιγμή πριν από χρόνια έφτασε στο σημείο να πηδήξει από το μπαλκόνι· η αστυνομικός μητέρα (που συμμετείχε κι αυτή ενεργά στην κακοποίηση, αν και θύμα της) πήγαινε στη δουλειά με σωματικά σημάδια βιαιοπραγίας· η μία κόρη φέρεται να είχε περιγράψει σε σχολική έκθεση μέρος όσων περνούσε στο σπίτι. Συνάγεται εύλογα πως κάποιος απ’ όλους τους εξωτερικούς παρατηρητές της ζωής αυτού του οικογενειακού μορφώματος θα είχε καταλάβει με σιγουριά ότι εντός του λαμβάνουν χώρα φρικαλέα γεγονότα. Αυτό όμως που δεν σκεφτόμαστε είναι οι περιορισμένες δυνατότητες του περιβάλλοντος: τι μπορεί να κάνει ο «άκαρδος» γείτονας; Να πάρει την Αστυνομία; Στην Αστυνομία δούλευαν οι γονείς και αυτή ακριβώς τους κάλυπτε τόσα χρόνια. Αλλωστε η σύζυγος είχε υποβάλει ξανά μήνυση, αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται, η ενέργειά της βρήκε τρόπο να γλιστρήσει στις διάφορες χαραμάδες της πορώδους γραφειοκρατίας και της προσωπικής της μεταμέλειας. Τι άλλο μπορεί να κάνει κανείς; Να καλέσει υπηρεσίες που θα χρειαστούν κι αυτές τη συνδρομή της Αστυνομίας; Να πάρει τον νόμο στα χέρια του και να φάει κι αυτός ξύλο από τον τερατώδη τραμπούκο πατέρα;
Ο πολίτης δεν είναι κράτος
Η «σοκαρισμένη κοινή γνώμη», που, πράγματι, βιώνει το σοκ της ως επί το πλείστον κατόπιν εορτής, ενδέχεται να αδιαφορεί για ό,τι δεν την αφορά άμεσα. Ακόμα όμως κι αν υποθέσουμε ότι όσοι ήξεραν αλλά δεν μιλούσαν είναι συνένοχοι, πρέπει να παραδεχθούμε ότι δεν είναι δουλειά των πολιτών να αναδεικνύουν ενοχές και να αποδίδουν δικαιοσύνη. Και ο πιο κυνικά αμέτοχος γείτονας της οικογένειας δεν είναι δυνατόν να επιφορτίζεται με το καθήκον της διαλεύκανσης ενός εγκλήματος. Γι’ αυτό έχουμε το κράτος. Γι’ αυτό το χρηματοδοτούμε, συχνά περισσότερο απ’ όσο αντέχουμε: για να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, για να διεισδύει όπου δεν μπορούμε να διεισδύσουμε εμείς, για να γίνεται επίμονο και ενοχλητικό, προκειμένου να αποφέρει απτά αποτελέσματα κοινωνικής και ατομικής ειρήνης. Για άλλη μια φορά, λοιπόν, βρισκόμαστε μπροστά σε μια μεγάλη κρατική ήττα. Μηνύσεις που ανακλήθηκαν, καταγγελίες που ανασκευάστηκαν, μαρτυρίες που διαψεύστηκαν: όλες οι φορές που οι κρατικοί φορείς παραμέλησαν ή βολικά λησμόνησαν προσπάθειες δημοσιοποίησης των περιστατικών ενδοοικογενειακής κακοποίησης, είναι η πεμπτουσία του προβλήματος. Βλέπουμε διαρκώς το ίδιο μοτίβο συμπεριφοράς: δεν είναι ακριβώς ότι τα θύματα δεν μιλάνε· είναι ότι οι αρμόδιοι δεν έχουν ιδιαίτερη προθυμία να τα πάρουν στα σοβαρά.
Η φήμη της Αστυνομίας
Εκτός από τους φυσικούς αυτουργούς, η ευθύνη για την υπόθεση του αστυνομικού της Βουλής βαρύνει την Αστυνομία και μάλιστα σε δύο επίπεδα: το Σώμα δεν άφησε απλώς την εγκληματική δραστηριότητα εις βάρος ανήλικων παιδιών να συνεχίζεται απρόσκοπτα, ενώ αποδεδειγμένα γνώριζε τα περί ενδοοικογενειακής βίας· παράλληλα εργοδοτούσε κιόλας τους δύο γονείς. Με λίγα λόγια, δεν είχε απλώς γενική κι αόριστη γνώση περιστατικών, αλλά ειδική και συγκεκριμένη γνώση του προφίλ των εμπλεκόμενων γονέων και ιδίως του πατέρα. Είτε από διαδικαστική ραθυμία και έλλειψη επαγγελματισμού είτε από πρόθεση συγκάλυψης, αγνόησε τον κίνδυνο και άφησε τα πράγματα να εξελιχθούν μόνα τους. Εκ των υστέρων, βέβαια, ακούγονται πολλά: ότι η θέση του πατέρα στη φρουρά της Βουλής δεν ήταν τυχαία· ότι τυχαία δεν ήταν ούτε και η αυτοπεποίθησή του. Λέγεται πως ο βίαιος πατέρας ήταν και βίαιος συνάδελφος, βίαιος πολίτης, βίαιος γενικώς, αλλά για κάποιον λόγο θεωρούσε πως κανένας δεν μπορούσε να τον αγγίξει. Η βεβαιότητά του ήταν βάσιμη: όντως, κανείς δεν τον άγγιξε για πολλά χρόνια. Ως διά μαγείας δε, τα «ψυχολογικά προβλήματα» που αντιμετωπίζει, έμελλε τώρα που συνελήφθη να παίξουν ρόλο, κι αυτό για να τύχει ευνοϊκής μεταχείρισης. Αναρωτιέται άραγε η Αστυνομία για ποιον λόγο έχει κακή φήμη; Αυτός είναι ο λόγος. Το πιθανότερο, ωστόσο, είναι ότι δεν αναρωτήθηκε ποτέ.

