Το ζήτημα της ένταξης της Κύπρου στο ΝΑΤΟ είναι μια υπόθεση παλιά αλλά και πολύ πικρή, λόγω των λαθών που έγιναν και λόγω των αλλοιώσεων στην πολιτική κουλτούρα που αποκαλύπτει. Κατά τη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου τον Φεβρουάριο του 1959, η οποία επικύρωσε τη διμερή ελληνοτουρκική συμφωνία της Ζυρίχης σχετικά με τη δημιουργία του ανεξάρτητου κυπριακού κράτους, συνήφθη η «συμφωνία κυρίων» μεταξύ του Ελληνα πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Τούρκου ομολόγου του, Αντνάν Μεντερές. Η συμφωνία δεν δημοσιοποιήθηκε, αλλά για την ύπαρξή της ενημερώθηκαν ο Μακάριος και ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Φαζίλ Κιουτσούκ. Οριζε, μεταξύ άλλων, ότι η Ελλάδα και η Τουρκία θα υποστήριζαν την είσοδο της Κύπρου στο ΝΑΤΟ, ενώ η εγκατάσταση νατοϊκών βάσεων στο νησί «ως και η σύνθεσις αυτών» θα απαιτούσε τη συμφωνία και της Αθήνας και της Αγκυρας. Η πρόβλεψη αυτή δεν δημιουργούσε υποχρέωση της Κύπρου να ζητήσει ένταξη στη Συμμαχία: δύο μέρη δεν μπορούν με δική τους συμφωνία να δεσμεύσουν ένα τρίτο, την Κύπρο. Η συμφωνία εξασφάλιζε τη συναίνεση της Τουρκίας στην ένταξη της Κύπρου, ενώ παράλληλα, έχοντας λόγο στη «σύνθεση» ενδεχόμενων νατοϊκών βάσεων, η Αθήνα μπορούσε να αποκλείσει το ενδεχόμενο να επανδρωθούν αυτές με τουρκικό στρατό, δηλαδή να δημιουργηθεί τουρκική βάση στο νησί από την «πίσω πόρτα».
Ηταν μια αξιόλογη στρατηγική: η ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ θα εξασφάλιζε το νέο κράτος από τις αναταράξεις της περιοχής του, της πιο ταραγμένης της υφηλίου. Πολύ περισσότερο, η ένταξη στο ΝΑΤΟ θα συνεπαγόταν συγκεκριμένη ερμηνεία της Συνθήκης Εγγυήσεως, καθώς θα καθιστούσε αδιανόητη μια τουρκική εισβολή σε κράτος-μέλος, κάτι που θα διέλυε την ίδια τη δυτική συμμαχία. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το 1963 το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο δεν ήταν τότε θετικό στην προσχώρηση της Κύπρου στη Συμμαχία, σημείωνε ότι αυτή θα συνεπαγόταν, πρακτικά, την εγκατάλειψη της Συνθήκης Εγγυήσεως. Αυτή τη Συνθήκη τελικά επικαλέστηκε (καταχρηστικά) η Τουρκία κατά την εισβολή του 1974.
Με έναν τρομερά ειρωνικό τρόπο, όμως, στην ελλαδική και κυπριακή δημόσια συζήτηση, αυτή η πρόβλεψη της «συμφωνίας κυρίων» θεωρήθηκε ότι ήταν μια «προδοσία» την οποία διέπρατταν ο Καραμανλής και ο Ευάγγελος Αβέρωφ. Ακόμη και τον Δεκέμβριο του 1989, όταν δημοσιοποιήθηκαν τα έγγραφα του Foreign Office για τις συμφωνίες του 1959, ξέσπασε ένας καταιγισμός κατηγοριών εναντίον τους για προδοσία επειδή ήθελαν την Κύπρο στο ΝΑΤΟ. Δημόσια πρόσωπα, με τρομερά υποκριτικό τρόπο, δήλωναν έκπληκτα και συγκλονισμένα σαν να το άκουγαν για πρώτη φορά, ενώ η συμφωνία είχε γίνει γνωστή στο κοινό, αν μη τι άλλο στο βιβλίο του Στέφανου Ξύδη το 1973, και επομένως την ήξεραν καλά. Ο Αβέρωφ, νοσηλευόμενος και σε αδυναμία να απαντήσει στις κατηγορίες, πέθανε τότε ακριβώς, στις 2 Ιανουαρίου 1990, υβριζόμενος ως προδότης επειδή ήθελε να εξασφαλίσει την Κύπρο…
Η θεσμική σύνδεση της Κυπριακής Δημοκρατίας με τη Βορειοατλαντική Συμμαχία, μαζί με την ένταξη της χώρας στην Ε.Ε., θα ολοκληρώσει τη δυτική ταυτότητα της Κύπρου.
Εκ των υστέρων υποστηρίχθηκε ότι ακόμη και εάν υπήρχε αυτή η συμφωνία, το ΝΑΤΟ δεν θα δεχόταν την Κύπρο. Η θέση αυτή, ωστόσο, αμφισβητείται από τη σύγχρονη έρευνα. Το 1959, αμέσως μετά τη σύναψη των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου, οι Αμερικανοί διερεύνησαν τις απόψεις των μελών της Συμμαχίας για πιθανή ένταξη της Κύπρου. Οι απαντήσεις που έλαβαν είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες. Από τις χώρες που ήταν πιθανόν να αντιταχθούν (οι σκανδιναβικές, που είχαν διαφωνήσει και με την ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας), η Νορβηγία φαινόταν μάλλον απρόθυμη, αλλά δήλωσε ότι δεν θα έβαζε βέτο αν οι άλλοι το δέχονταν. Η Δανία απάντησε ότι αφού είχε δεχθεί την ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας, δεν θα έφερνε αντίρρηση να προσχωρήσει και «ένα άλλο μη ευρωπαϊκό κράτος»! Και στη Βρετανία η Υπουργική Επιτροπή αποφάσισε στις αρχές του 1960 ότι εάν υποβαλλόταν τέτοια αίτηση, δεν θα μπορούσε να αντιταχθεί σε αυτήν. Με άλλα λόγια, υπήρχε προοπτική ένταξης της Κύπρου, αλλά ήταν απόφαση της Λευκωσίας να μην την επιδιώξει.
Το άρθρο αυτό δεν θα ασχοληθεί με τις συζητήσεις για ανάμειξη του ΝΑΤΟ στο Κυπριακό το 1964, που έγιναν σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο εξελισσόμενης κρίσης, ούτε με τα γεγονότα του 1974, στα οποία δεν έπαιξε ρόλο. Ωστόσο, η διαφαινόμενη, προσεκτική στόχευση της Κυπριακής Δημοκρατίας για θεσμική σύνδεση με τη Συμμαχία είναι μια μείζονος σημασίας στρατηγική απόφαση. Μαζί με την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., αφορά το ανήκειν του κυπριακού ελληνισμού στον σύγχρονο κόσμο. Δεν θα είναι εύκολο· θα είναι πολύ πιο δύσκολο από ό,τι το 1960. Αλλά εάν αυτή η θεσμική αναβάθμιση επιτευχθεί, θα ολοκληρώσει τη δυτική ταυτότητα της Κύπρου, που αποτελεί τον βασικό πυλώνα της ασφάλειας, της ευημερίας και της δημοκρατίας της. Αν, πάλι, δεν επιτευχθεί λόγω κάποιας αντίδρασης άλλης χώρας, θα επιβεβαιώσει πάντως τη δυτική αυτή ταυτότητα και θα αποφέρει αποτελέσματα. Μακάρι να είχε γίνει κάτι τέτοιο πριν από το 1974· η ιστορία της Κύπρου θα ήταν διαφορετική.
*Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, γενικός γραμματέας του Ιδρύματος της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία.

