Το περιβάλλον αντιπαράθεσης στο οποίο είναι ιστορικά αναγκασμένη να κινείται η Ελλάδα είναι ιδιαίτερα απαιτητικό, με δεδομένο όχι μόνο το γεωγραφικό και πληθυσμιακό μέγεθος της εξ Ανατολών γείτονος, αλλά και τις προθέσεις και επιδιώξεις της όσον αφορά τον ρόλο που θέλει να διαδραματίσει σε μια τεράστια γεωγραφική περιοχή όπου ο ελληνισμός όχι μόνο είναι παρών, αλλά έχει τον δικό του ρόλο και συμφέροντα.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι χρήσιμες οι συμμαχίες και οι στρατηγικές συνεργασίες με περιφερειακούς αλλά και παγκόσμιους παίκτες, ωστόσο είναι σαφές ότι τελικά την ώρα της απευκταίας σύρραξης η Ελλάδα θα κληθεί η ίδια να υπερασπιστεί τον εαυτό της.
Προφανώς, η ισότιμη συμμετοχή στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ αποτελούν παραμέτρους ισχύος και εκ των πραγμάτων αποτελούν μέρος της όποιας αποτρεπτικής στρατηγικής, αλλά και κάθε διαπραγματευτικής τακτικής, ωστόσο οι ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις είναι αυτές που θα αναλάβουν το έργο της αποτροπής της όποιας απειλής.
Λόγω των απαιτήσεων για υψηλού επιπέδου προσωπικό, ο ανταγωνισμός με τον ιδιωτικό τομέα είναι αυξημένος.
Υπό αυτό το πρίσμα, αποτελεί αναμφίβολα θετική εξέλιξη το γεγονός ότι η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Αμυνας υιοθετεί τη λογική του εκσυγχρονισμού των Ενόπλων Δυνάμεων δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην αξιοποίηση της νέας τεχνολογίας, εισαγόμενης ή και, στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό, εγχώριας.
Ωστόσο, η αποτελεσματική λειτουργία αυτού του αμυντικού οικοδομήματος έχει στον πυρήνα της τον ανθρώπινο παράγοντα. Για να αξιοποιείται στον μέγιστο βαθμό η προηγμένη τεχνολογία των οπλικών συστημάτων απαιτούνται ικανά στελέχη, και εδώ υπάρχουν ανησυχητικά μηνύματα από τις σχολές Ευελπίδων, Δοκίμων και Ικάρων, όπου καταγράφεται σειρά προβλημάτων που πρέπει να αντιμετωπιστούν – από τις συνθήκες που επικρατούν στις σχολές μέχρι την έλλειψη κινήτρων και τις συγκριτικά χαμηλές απολαβές.
Ο σχεδιασμός της αμυντικής θωράκισης της χώρας, με την προμήθεια ξένων και την παραγωγή εγχώριων προηγμένων οπλικών συστημάτων, απαιτεί στελέχη υψηλού επιπέδου με γνώσεις και ικανότητες. Σε αυτό το περιβάλλον τεχνολογικής και ψηφιακής καινοτομίας, ο ανταγωνισμός με τον ιδιωτικό τομέα, στο μισθολογικό πεδίο και όχι μόνον, είναι αναπόφευκτα αυξημένος.
Για τη διαχείριση της νέας πραγματικότητας στον κόσμο του 21ου αιώνα, οι ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις πρέπει να δύνανται να προσελκύουν τα «καλύτερα μυαλά» –the best and the brightest, όπως εύστοχα το περιγράφουν οι Αγγλοσάξονες– και στην πορεία, με συνέπεια, συνέχεια και μακριά από κομματικές επιρροές, να τα διατηρούν και να τα αξιοποιούν με αξιοκρατικά κριτήρια.

