Δεν ξέρω αν φταίνε οι διαμαρτυρίες των πολιτών για την ακρίβεια, τα πεντέμισι χρόνια εξουσίας, η εκλογή Τραμπ ή η αναβάθμιση του ΠΑΣΟΚ σε αξιωματική αντιπολίτευση. Ξέρω όμως ότι η σιγουριά που εξέπεμπε η κυβέρνηση δεν φαίνεται πλέον. Και οι επικοινωνιακές υπερβολές της προκαλούν περισσότερες ζημίες παρά οφέλη. Γι’ αυτό και η δημοφιλία της από το 40,56% στις εκλογές πριν από ενάμιση χρόνο είναι πλέον κοντά στο 30% στις σημερινές δημοσκοπήσεις.
Προφανώς τα όσα είπε ο Αντ. Σαμαράς για τις επιδόσεις της κυβέρνησης στα ελληνοτουρκικά ήταν πολύ βαριά, ιδιαίτερα όσον αφορά τον υπ. Εξωτερικών Γ. Γεραπετρίτη. Ομως, είναι γνωστό ότι ο πρώην πρωθυπουργός έχει υπερβολική ευαισθησία (ίσως και εμμονή) με τα εθνικά θέματα, που στοίχισε στον ίδιο και στη χώρα. Ωστόσο, είναι πρώην πρωθυπουργός και δικαιούται –σύμφωνα με τα κοινοβουλευτικά ειωθότα– να μιλάει ελεύθερα και να απολαμβάνει το προνόμιο να εκλέγεται βουλευτής χωρίς σταυρό.
Η απόφαση Μητσοτάκη να τον διαγράψει ήταν ακραία και έδειξε έλλειψη ψυχραιμίας, ιδιαίτερα μάλιστα όταν τα λεγόμενα Σαμαρά περί ενδοτικότητας της κυβέρνησης είναι εκτός τόπου και χρόνου. Από τον χειμώνα του 2020, οπότε η κυβέρνηση απέκρουσε στον Εβρο την εισβολή χιλιάδων υποκινούμενων από τις τουρκικές αρχές μεταναστών, έως την αποτελεσματική αντιμετώπιση των τουρκικών προκλήσεων στο Αιγαίο τα επόμενα καλοκαίρια και τις συμφωνίες αμυντικής συνεργασίας με ΗΠΑ και Γαλλία με την αγορά υπερσύγχρονων οπλικών συστημάτων, η κυβέρνηση έδειξε σθεναρή στάση έναντι της Αγκυρας.
Ο πρώην πρωθυπουργός, με ισχυρή δημοτικότητα στα δεξιά της Ν.Δ., γίνεται με τη διαγραφή του περισσότερο επικίνδυνος για τη σταθερότητα της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Κυρίως ως πόλος συσπείρωσης απογοητευμένων ψηφοφόρων της Ν.Δ., οι οποίοι τα βγάζουν δύσκολα πέρα κάθε μήνα, δεν αναγνωρίζουν το κόμμα τους μετά την κεντρώα στροφή του και την πρόσφατη προοδευτική ατζέντα του – ξένη προς το DNA της Ν.Δ. Ψηφοφόροι που φλερτάρουν με την ιδέα να περάσουν ένα μήνυμα πικρίας ψηφίζοντας Βελόπουλο, Λατινοπούλου ή Νατσιό στις επόμενες εκλογές – τα τρία κόμματα έλαβαν αθροιστικά πάνω από 16% στις ευρωεκλογές.
Η διαγραφή Σαμαρά γίνεται ακόμη πιο ανεξήγητη μετά και τα πενιχρά αποτελέσματα των συνομιλιών Γεραπετρίτη – Φιντάν, οι οποίες, όπως αναμενόταν, ακολουθούν το μοτίβο των προηγούμενων 65 διερευνητικών συνομιλιών των δύο πλευρών από το 2002. Με αυτά τα δεδομένα, είναι ακατανόητες και οι διαρροές της κυβέρνησης το τελευταίο έτος ότι υπάρχει ευκαιρία εξεύρεσης λύσης στα ελληνοτουρκικά, κάτι που δημιούργησε χωρίς λόγο ανέφικτες προσδοκίες και κινητοποίησε το λόμπι των «υπερπατριωτών» της Ν.Δ.
Και δεν είναι μόνον η διαγραφή Σαμαρά που δείχνει ότι η κυβέρνηση έχει αρχίσει να «χάνει λάδια». Είναι και η προσπάθεια του κ. Μητσοτάκη να αποδείξει ότι το ΠΑΣΟΚ έχει γίνει πλέον «πράσινος ΣΥΡΙΖΑ» επειδή αρνήθηκε να ψηφίζει ως έχουν τα νομοσχέδια που έφερε η Ν.Δ. στη Βουλή. Καθώς είναι γνωστό τοις πάσι ότι το ΠΑΣΟΚ έχει ψηφίσει την πλειονότητα των νόμων που έφερε η κυβέρνηση, ενώ έχει υποστεί δυσανάλογο πολιτικό κόστος όταν μόνο του το 2010 –ενώ ο κ. Σαμαράς μιλούσε για «Ζάππεια» και ο κ. Τσίπρας ονειρευόταν συγκρούσεις με την Ευρώπη– υπέγραψε μνημόνιο για να αποτρέψει τη χρεοκοπία της χώρας.
Ακατανόητη, όμως, είναι και η εμμονή της κυβέρνησης να πείσει τον κόσμο ότι οι πολίτες έχουν γίνει πολύ πλουσιότεροι επί Ν.Δ. Εκτιμήσεις που δεν ταιριάζουν με τα ευρήματα των διεθνών οργανισμών και διαψεύδονται καθημερινά στα ταμεία των σούπερ μάρκετ της χώρας. Χαρακτηριστική είναι η τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ για την Ελλάδα, που δείχνει ότι ο μέσος καθαρός μισθός στο Δημόσιο σήμερα είναι 1.027 ευρώ και στον ιδιωτικό τομέα 892 ευρώ. Γι’ αυτό και σε όλες τις δημοσκοπήσεις το πιο σοβαρό πρόβλημα του κόσμου είναι η ακρίβεια, με την πλειονότητα να επισημαίνει ότι η χώρα βαδίζει σε λάθος κατεύθυνση.
Η κυβέρνηση πέτυχε την οικονομική σταθεροποίηση της χώρας, την επιστροφή στην ανάπτυξη, μείωσε σημαντικά την ανεργία, χτύπησε τη φοροδιαφυγή με τα POS και τα μέτρα για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Εξασφάλισε την επενδυτική βαθμίδα, ενισχύει τις υποδομές, δημιούργησε συνθήκες ασφαλείας για ξένες επενδύσεις. Αυτός ο θετικός απολογισμός πρέπει πάση θυσία να συνεχιστεί με ενίσχυση του εισοδήματος των εργαζομένων και της παραγωγικότητας, για να μπορέσουν τα ελληνικά προϊόντα να γίνουν διεθνώς ανταγωνιστικά. Η χώρα χρειάζεται, πάνω απ’ όλα, πολιτική σταθερότητα, συναινέσεις και πολιτική βούληση να προχωρήσουν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Τα επικοινωνιακά πυροτεχνήματα, οι συγκρούσεις για τα μάτια του κόσμου και η δημιουργία «εσωτερικών εχθρών» είναι κόλπα πολιτικάντικα που δεν ταιριάζουν σε μια κυβέρνηση που θέλει να εκπέμπει σοβαρότητα και κύρος.

