Το ντιμπέιτ του ΣΥΡΙΖΑ απέπνεε κάτι νοσταλγικά κωμικό και πένθιμο, μια αίσθηση πως αυτό που βλέπεις το έχεις ξαναδεί καλύτερα «παιγμένο», έχεις γελάσει και έχεις κλάψει μαζί του και τελικά το έχεις ξεπεράσει, όχι χωρίς τον απαιτούμενο μόχθο. Σε πολιτικό επίπεδο, τα πράγματα κινήθηκαν στον αναμενόμενο άξονα της λαϊκίστικης έμπνευσης: κρατικοποιήσεις τραπεζών και άλλων εταιρειών, αξιοποίηση πλούτου που υπάρχει ήδη αλλά οι κακοί κυβερνητικοί δεν τον αξιοποιούν (γιατί άραγε; Επειδή είναι κακοί, φυσικά), άμεσες λύσεις στην ακρίβεια και στο στεγαστικό πρόβλημα που μόνο η Αριστερά μπορεί να δώσει και πολλές υποσχέσεις υπό μορφήν στομφώδους αοριστολογίας. Σε προσωπικό επίπεδο, με εξαίρεση τον Σωκράτη Φάμελλο, οι υποψήφιοι δεν επέδειξαν χάρισμα και ευρηματικότητα, αλλά κυρίως την αγάπη τους για τον εαυτό τους. Ο Παύλος Πολάκης, πάντα αλάνθαστος και πεπεισμένος για την ανωτερότητά του, ο Νικόλας Φαραντούρης συνεπαρμένος από το είδωλό του στο μόνιτορ, ο Απόστολος Γκλέτσος σε ένα ρόλο ζωής του οποίου δεν ήξερε τα λόγια. Η συνταγή εξηγεί τον λόγο που ο Κασσελάκης κατάφερε να αλώσει αλλά και να χάσει το κόμμα τόσο εύκολα: για τον πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ, η πραγματικότητα δεν έχει ποτέ σημασία· το θέμα είναι πόσους και για πόσο μπορείς να πείσεις ότι η φαντασίωση αποτελεί πολιτική πρόταση. Οπου δεν υπάρχουν ρίζες στον ρεαλισμό, φυτρώνουν κλαδιά δημαγωγίας.
Σύγκριση και γενική εικόνα
Η συμμετοχή του Απόστολου Γκλέτσου στο ντιμπέιτ έκανε και καλό και κακό στον ΣΥΡΙΖΑ. Καλό, επειδή δίπλα στον ανερμάτιστο ηθοποιό που μιλούσε για τις μπαταρίες των ανεμογεννητριών και για τα τζάμια που παράγουν ρεύμα, οι συνυποψήφιοι έμοιαζαν με statesmen. Ειδικά ο Παύλος Πολάκης, που, σαν από οίκτο, έσπευδε να διορθώσει ευγενικά τις ασυναρτησίες του ηθοποιού, έδειξε πως, όταν θέλει, μπορεί όχι μόνο να δηλώνει αλλά και να είναι συντροφικός (ακόμα κι αν μετά βίας συγκρατεί το περιφρονητικό του γέλιο), πράγμα που του προσδίδει μερικούς πόντους συμπάθειας. Η ύπαρξη ενός υποψηφίου, ωστόσο, που δεν έχει ιδέα για ποιο πράγμα μιλάει, που αντικαθιστά τις λέξεις με χειρονομίες και διαβάζει τα επιχειρήματά του μέσα από προχειρογραφήματα είναι ενδεικτική του χαμηλού επιπέδου στο οποίο έχει εκπέσει η παράταξη από πλευράς πολιτικού προσωπικού. Μια τέτοια υποψηφιότητα αμαυρώνει ακόμη περισσότερο την εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ, αποξενώνει τους λιγοστούς εναπομείναντες ψηφοφόρους που ακόμη ψάχνουν σε αυτόν ψήγματα σοβαρότητας και επιβεβαιώνει την «κατάρα» του Κασσελάκη. Η θητεία του τέως προέδρου δεν ήταν ένα απλό ατύχημα, αλλά ένα αρνητικό προηγούμενο που χαμήλωσε το ταβάνι των προεδρικών προδιαγραφών: πλέον, οποιοσδήποτε μπορεί να διεκδικήσει την ηγεσία ενός αριστερού κόμματος και, κατά έναν εξωφρενικό τρόπο, αυτό δεν κάνει εντύπωση σε κανέναν.
Και τώρα, παρελθόν
Η επόμενη μέρα ήρθε σαν κατραπακιά. Η απώλεια της θέσης της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όχι λόγω εκλογών, αλλά λόγω ενδόρρηξης, αποδεικνύει ότι το ντιμπέιτ δεν ήταν κάτι παραπάνω από μια διαδικαστική αναγκαιότητα. Επρεπε να γίνει και έγινε, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είχε και ουσιαστικό νόημα. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να πείσει τα ίδια του τα στελέχη να παραμείνουν στο κόμμα, πόσες πιθανότητες υπάρχουν να πείσει τους ψηφοφόρους του ότι έχει μέλλον και ότι αξίζει κανείς να επενδύσει σε αυτό; Η απουσία, μάλιστα, ειλικρινούς αυτοκριτικής (στο ντιμπέιτ ακούσαμε πάλι για το καλό αριστερό μνημόνιο και για το κακό δεξιό, σαν να μην πέρασε μια μέρα από την εποχή που η συριζαϊκή προπαγάνδα έκανε το άσπρο μαύρο σε καθημερινή βάση) γυρνάει την παράταξη σε ένα ζοφερό παρελθόν από το οποίο όσοι δεν έχουν αμνησία προτιμούν να κρατήσουν αποστάσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όμως, δεν είναι μόνος του στην οπισθοδρόμηση: τη μέρα του ντιμπέιτ, πρεμιέρα είχε και η νέα-παλιά εκπομπή του Λάκη Λαζόπουλου, εκείνη που κάποτε έστρωσε τον δρόμο στην παντοκρατορία της φτηνής πολιτικολογίας και του «ηθικού πλεονεκτήματος». Τα όπλα παραμένουν ίδια· η τεχνολογία του πολέμου, όμως, έχει αλλάξει προ πολλού.

