Σήμερα διαβάζεται στις εκκλησίες μας η πασίγνωστη(;) παραβολή του Καλού Σαμαρείτη (Λκ 10: 25-37). Την έχουν σχολιάσει μεγάλοι συγγραφείς και στοχαστές (από τους νεότερους ο Ρικαίρ, με το περίφημο δοκίμιο «Le socius et le prochain», 1954) και την έχουν ζωγραφίσει σπουδαίοι ζωγράφοι: Ρέμπραντ, Ντελακρουά, Βαν Γκογκ (εμπνευσμένη από τον Ντελακρουά) και πολλοί άλλοι. Η σύνθεση του Ρέμπραντ (λάδι, 1630, Wallace Collection, Λονδίνο) παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον, γιατί επιλέγει να δείξει μόνο την τελευταία σκηνή της παραβολής, τη μεταφορά του λαβωμένου στο πανδοχείο, με τον Σαμαρείτη στο κέντρο του πίνακα να δίνει τα δηνάρια στον πανδοχέα για τη φροντίδα του. Εκτός από τον πίνακα αυτόν, υπάρχουν και καμιά δεκαριά ακόμη σχέδια του Ρέμπραντ με την ίδια αυτή παράσταση. Να ήθελε άραγε ο φιλοχρήματος και σπάταλος Ρέμπραντ, με τη ζωγραφική αυτή ερμηνεία της παραβολής, να μας πει ότι ακόμη και τα έργα της αγάπης θέλουν λεφτά για να γίνουν; Ο,τι πάντως και αν είχε στον νου του ο Ρέμπραντ, η επιλογή του έχει καίρια ερμηνευτική σημασία για την κατανόηση της παραβολής. Ο καθένας μας καλείται να μην προσπεράσει τον λαβωμένο συνάνθρωπο, αλλά να σταθεί και να επιδέσει το τραύμα του, κανείς όμως δεν μπορεί μόνος του να επουλώσει τις πληγές όλου του κόσμου, χρειάζονται και οι θεσμοί (το πανδοχείο) και τα χρήματα. Το έργο αυτό του Ρέμπραντ σχολίασε στοχαστικά, προς την κατεύθυνση αυτή, η Μαρί Γκραν (Marie Grand) στο βιβλίο της «Géographie de l’ amour» (Cerf 2024), στηριζόμενη κυρίως στην προσέγγιση του Ρικαίρ.
Η παραβολή εικονίζεται και στη βυζαντινή ζωγραφική, αν και όχι πολύ συχνά, και φέρει την επιγραφή «Ο εμπεσών εις τους ληστάς». Η προσοχή στρέφεται στον λαβωμένο. Ιδού πώς περιγράφει ο Κόντογλου την παράσταση: «Βουνά. Και εις τον δρόμον κείμενος άνθρωπος γυμνός, οπού δέρνεται από τρεις ληστάς. Και παρέκει οι αυτοί λησταί απερχόμενοι, έχοντες εις τους ώμους των τα φορέματα και τα υπάρχοντα του ληστευθέντος. Και εις άλλο μέρος, ο ίδιος άνθρωπος, ξαπλωμένος χαμαί μισοπεθαμένος, κι ένας ιερεύς Εβραίος, ενδεδυμένος με ιερατικά άμφια, τον βλέπει και φεύγει. Και παρέκει, ο ίδιος πληγωμένος άνθρωπος, φορτωμένος και δεμένος επάνω εις ένα άλογον, οπού το σύρει ένας άνθρωπος με σαρίκι, ο Σαμαρείτης» («Εκφρασις», τόμ. Α΄, σ. 233).
Εχουμε όλοι μέσα μας κάτι από την κακουργία του ληστή, την εγωκεντρική αδιαφορία του ιερέα και του λευίτη, την πληγή του λαβωμένου, το νοιάξιμο του σαρικοφόρου Σαμαρείτη, την τίμια εμπορική συνείδηση του πανδοχέα.
Την παράσταση αυτή του «Εμπεσόντος εις τους ληστάς» βλέπει ο Μάριος Χάκκας στο μοναστήρι και της Καισαριανής, και γράφει στο αριστουργηματικό διήγημά του «Η τοιχογραφία» («Ο μπιντές και άλλες ιστορίες», Κέδρος, 1970): «Είναι αυτό το ομοιόμορφο των προσώπων, ταξιδιώτης – ληστές – περαστικός, τις ίδιες φάτσες. Δε μιλάω για τα ακάλυπτα μέρη του σώματος, άλλωστε ελάχιστα, και τα ενδύματα με τις πτυχώσεις, πανομοιότυπα όλα, λες και ο αγιογράφος είχε μπροστά του ένα και μόνο μοντέλο. Τα πρόσωπα, τα πρόσωπα, “εμπεσών” και μη “εμπεσών”, όλα τα ίδια. Ετσι κι έβαζε μια σύσπαση στα πρόσωπα των ληστών όπως σηκώνουν τα ματσούκια και χτυπάνε τον πεσμένο ταξιδιώτη ή αν ζωγράφιζε μια έκφραση πόνου στο πρόσωπο του τελευταίου, η αντιστοιχία τοιχογραφίας και σύγχρονης Καισαριανής θα ‘χε χαλάσει. Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι ο ίδιος άνθρωπος δέρνει, δέρνεται και περιθάλπει». Ο Χάκκας δεν ξέρει τους πίνακες του Ρέμπραντ και των άλλων ούτε τις ερμηνείες της παραβολής, έχει όμως δικό του βλέμμα, οξυμένο από τη θανάσιμη αρρώστια, και ερμηνεύει συναρπαστικά την παράσταση. Με οδηγό αυτή την παράσταση ερμηνεύει όλη την ιστορία της Καισαριανής (και της Ελλάδας), καταλαβαίνει τον Χωνή που φώναζε το χωνί και που έγινε αργότερα χίτης και έδερνε αυτούς που φώναζαν το χωνί, οι οποίοι τον έδερναν προηγουμένως γιατί φώναζε το χωνί. Μια συγκλονιστική ελεγεία για τη χαμένη Καισαριανή, την Καισαριανή της «ξυλοκοπίας», τότε που όλα ήταν άγρια και παρθενικά, στο αρχικό φανέρωμά τους, ελεγεία για τη χαμένη χίμαιρα της γνησιότητας και αυθεντικότητας. Με οδηγό την ίδια παράσταση, ερμηνεύει και την άλλη εξομοίωση της Καισαριανής (και της Ελλάδας), την καταναλωτική εξομοίωση, όταν όλα ξεπέφτουν, χάνουν την πρωτόγονη αλήθεια τους, γίνονται πλαδαρά και ψεύτικα. Τούτη η ελεγεία για τη χαμένη πρωτόγονη Καισαριανή είναι τελικά μια ελεγεία του Χάκκα για την ίδια τη ζωή του που χάνεται, και τώρα που οι λογαριασμοί κλείνουν, τους ανακαλεί όλους εκείνους με την ίδια συγκίνηση. Δεν υπάρχουν πια οι δικοί του και οι άλλοι, όλοι είναι ένα, ενωμένοι με το νήμα της ίδιας αγάπης.
Θα κρατήσω την ερμηνεία του Χάκκα και θα επιστρέψω στο νόημα της παραβολής. Είμαστε πράγματι όλοι το ίδιο, θύτες και θύματα; Δεν υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα στον ληστή, τον πληγωμένο, τον ιερέα και τον λευίτη που προσπέρασαν, τον Σαμαρείτη που φρόντισε, τον πανδοχέα που έκανε μια τίμια εμπορική συναλλαγή; Οχι, μια τέτοια μηδενιστική ερμηνεία είναι πρόδηλο ότι δεν αληθεύει. Αληθεύει, όμως, κάτι άλλο: δεν είμαστε όλοι το ίδιο, αλλά έχουμε όλοι μέσα μας κάτι από την κακουργία του ληστή, την εγωκεντρική αδιαφορία του ιερέα και του λευίτη, την πληγή του λαβωμένου, το νοιάξιμο του σαρικοφόρου –ήταν ξένος!– Σαμαρείτη, την τίμια εμπορική συνείδηση του πανδοχέα. Και πράττουμε ή γινόμαστε πότε το ένα και πότε το άλλο. Το ερώτημα που τίθεται στην προσωπική συνείδηση του καθενός είναι ποιον από αυτούς τους δρόμους αποφασίζουμε τελικά να πάρουμε, πίπτοντες και ανιστάμενοι, στη ζωή μας. Λαβωμένοι πάντως είμαστε όλοι.

