Πολύς λόγος έχει γίνει αυτές τις ημέρες για την ομοψυχία του ελληνικού λαού το 1940. Πλήθος οι έπαινοι και το καμάρι για τον «υπέροχο ελληνικό λαό». Αλλά πούθε άραγε ξεφύτρωσε εκείνη η «ομοψυχία» το 1940 και πώς ξαφνικά αντικατέστησε το τυφλό αλληλοφάγωμα της προηγουμένης εικοσαετίας; Θυμίζω ότι από το 1917 είχαμε: μια ξενοκίνητη εκθρόνιση λαοφίλητου βασιλέως και μία πραξικοπηματική ενθρόνιση άλλου βασιλέως, δύο αλλαγές πολιτεύματος, μια τριετή δικτατορία καμουφλαρισμένη και άλλες δύο απροκάλυπτες μεν, σύντομες δε, τη μεγαλύτερη ήττα της νεότερης Ιστορίας μας, μια παρωδία δίκης που αποκεφάλισε τη συντηρητική παράταξη, ενάμισι εκατομμύριο εξαθλιωμένους πρόσφυγες στοιβαγμένους σε παράγκες και μια δεκαπενταριά στρατιωτικά κινήματα – το πιο πρόσφατο του 1935 με θλιβερό πρωταγωνιστή τον ίδιον τον Βενιζέλο. Και μέσα στα τελευταία δέκα χρόνια, 23 αλλαγές κυβερνήσεων – είκοσι τρεις!
Δεν το λες αυτό ομαλό κοινοβουλευτικό βίο.
Ούτε όμως η Ελλάδα ήταν «μία» χώρα – ήταν τρία διαφορετικά κομμάτια: Οι παλαιοελλαδίτες – Πελοπόννησος, Στερεά, Κυκλάδες, Εύβοια, Επτάνησος και μέρος της Θεσσαλίας. Αυτοί είχαν κάμει την επανάσταση, είχαν ζήσει τον Καποδίστρια, τον Οθωνα, τον Γεώργιο Α΄ και είχαν πολεμήσει με επικεφαλής τους τον Κωνσταντίνο, είχαν ζήσει μέσα σ’ ένα συγκροτημένο ελληνικό κράτος και είχαν συνηθίσει να νιώθουν μέλη του ίδιου σώματος. Δεύτερο σύνολο ήταν οι λεγόμενες Νέες Χώρες, δηλαδή η Κρήτη, η Ηπειρος, τα νησιά του Αιγαίου και η Μακεδονία, όσα είχαν κερδηθεί με τους Βαλκανικούς Πολέμους. Αυτές έως το 1913 τις κατοικούσαν μεν Ρωμιοί, αλλά που δεν είχαν ζήσει μέσα στο ελληνικό κράτος, παρά μόνο είκοσι αναστατωμένα χρόνια. Τρίτο και τελείως διαφορετικό σύνολο ήταν οι πρόσφυγες, οι Μικρασιάτες και Πόντιοι και Πολίτες, οι βίαια ξεριζωμένοι Ελληνες, που μετά την Καταστροφή είχαν βρει καταφύγιο σε μια Ελλάδα, κράτος μικρό, ξεματωμένο και φτωχό, που δεν το γνώριζαν και δεν το αγαπούσαν.
Κι από πάνω ο Διχασμός –βενιζελικοί εναντίον αντιβενιζελικών και, κυρίως, βενιζελικοί μεταξύ τους–, πάλη για την εξουσία, κινήματα, αποταξίες, νέα κινήματα… «Ούτω την χώρα νέμεται η στρατιά της ήττης».* Φτώχεια, στασιμότητα και μίσος τυφλό. Ο παγκόσμιος πόλεμος πλησίαζε κι ακόμη τα δύο μεγάλα κόμματα δεν έβαζαν κατά μέρος τις διαφορές τους για να κυβερνήσουν. «Θρήνησε, θρήνησε την πατρίδα, νεκράν όπου σκυλεύουν αλλοφρονούντα τέκνα της…»*. Το 1936 η Βουλή ανέθεσε στον Ιωάννη Μεταξά να κυβερνήσει το κουλουβάχατο.
Και ω του θαύματος! Τριάμισι χρόνια αργότερα, τον Οκτώβριο του 1940, ομοψυχία! Πού βρέθηκε αυτή ξαφνικά; «Μα ξύπνησε η εθνική μας ψυχή!», θα μου πείτε. Μπα; αλήθεια; Και γιατί δεν είχε ξυπνήσει η εθνική μας ψυχή το 1922, όταν έσπαγε το Μέτωπο στη Μικρασία; Γιατί δεν ξύπνησε το 1974, όταν η επιστράτευση συνοδευόταν από κατήφεια, φόβο και ηττοπάθεια;
Είναι επικίνδυνο να μην ανοίγουμε τα μάτια μας για να δούμε πως η ομοψυχία προετοιμάζεται και καλλιεργείται, και πως απαιτεί από την κυβέρνηση πάρα πολλά. Απαιτεί όμως και από όλους τους πολιτικά εξέχοντες μεγάλη προσοχή στο τι αφήνουν να ξεφύγει από το έρκος των οδόντων τους.
Ο Μεταξάς, με την πικρή πείρα των είκοσι τελευταίων ετών, θεώρησε πως οι ενήλικες είχαν πια τον διχασμό στο αίμα τους και λογόκρινε εφημερίδες και πολιτικούς. Για τους νέους, αυτούς που θα κρατούσαν στα σύνορα το ντουφέκι, ίδρυσε τη Νεολαία – μια στολή για όλους, μια ιεραρχία για να εκπαιδεύονται στο να διοικούν, να διοικούνται και να εργάζονται, ένα βήμα όλοι μαζί, μια σημαία, ένα τραγούδι ενωτικό, αποκλειστικά ενωτικό: «Ας ξεχάσουμε έχθρες και πάθη, και κακίες και μίση παλαιά, της διχόνοιας θανάσιμα λάθη, κι ας ριχτούμε με ορμή στη δουλειά. Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει…». Και να τελετές με σημαίες, και να γιορτές στο Στάδιο, και να αναφορές στην Αρχαία Ελλάδα και στον πολιτισμό της…
Πόσο τα κορόιδευα εγώ τότε και πόσο τα περιφρονούσα, με τη σοφία των δέκα ετών μου! Γέρασα μέχρι να καταλάβω πώς, πού στόχευε η Νεολαία και γιατί υπήρξε χρήσιμη.
Θα είχαμε καλύτερη κατανόηση των πραγμάτων, αν η δουλειά του Μεταξά είχε εξεταστεί και αποτιμηθεί ψύχραιμα. Αλλά, βλέπετε, η πρώτη κίνηση να «φάμε τον Μεταξά» έγινε την ίδια ημέρα που έμπαιναν οι Γερμανοί στην Αθήνα, με το κύριο άρθρο σπουδαίας εφημερίδας, που είχε ως τίτλο «Επί τέλους ελεύθεροι!». Ελεύθεροι, με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς και τους Βουλγάρους να έχουν μοιραστεί την πατρίδα μας. Ελεύθεροι για να ξαναρχίσουμε το αλληλοφάγωμα. Το οποίον κλιμακώθηκε ραγδαία και τραγικά μέσα στην Κατοχή και έως τον Αύγουστο του 1949, επηρέασε τις μετέπειτα δεκαετίες, πέταξε δε ξαφνικά ένα παρακλάδι το 2015, με τις άθλιες πλατείες, το επικίνδυνο δημοψήφισμα και όλα τα άλλα, απ’ όπου ως εκ θαύματος γλιτώσαμε.
* Καρυωτάκης. «Ωδή εις Ανδρέαν Κάλβον».
*Η κ. Αθηνά Κακούρη είναι συγγραφέας.

