Στο περιεχόμενο που παράγεται στον παγκόσμιο ιστό 2ης γενιάς κυριαρχούν κατά βάση πλειοψηφικές γλώσσες όπως η αγγλική ή η ισπανική, που διαθέτουν μεγάλο αριθμό ομιλητών/τριών και αυξημένο γόητρο στην παγκόσμια γλωσσική αγορά. Για αυτόν τον λόγο αντιμετωπίζουμε συνήθως το νέο τεχνολογικό περιβάλλον ως «απειλή» για μειονοτικές γλώσσες ή γλώσσες με μικρό αριθμό ομιλητών/τριών (όπως είναι η ελληνική, για παράδειγμα, σε σύγκριση με την αγγλική), που μπορεί να οδηγήσει στην περιθωριοποίησή τους. H AI μπορεί να ενισχύσει αυτή την ιεράρχηση των γλωσσών στον βαθμό που οι γλώσσες που συνεχίζουν να κυριαρχούν στην ΑΙ είναι η αγγλική ή άλλες πλειοψηφικές. Ωστόσο, η ΑΙ προσφέρει και τη δυνατότητα αντιστροφής αυτής της ιεράρχησης/ανισότητας των γλωσσών. Αν δημιουργήσουμε περιεχόμενο σε μειονοτικές γλώσσες ή σε γλώσσες που απειλούνται με εξαφάνιση, αυτό θα μπορούσε να συμβάλει στη διατήρηση ή και στην αναβίωση αυτών των γλωσσών και στην «αποθήκευση» της γλωσσικής ποικιλομορφίας που στον ιστορικό χρόνο μεταβάλλεται. Για παράδειγμα, αν τροφοδοτήσουμε την AI με δεδομένα από μια γλώσσα που απειλείται με εξαφάνιση ή μια νεοελληνική διάλεκτο που δεν είναι τόσο ενεργή πλέον στην κοινότητα και εκπαιδεύσουμε το μοντέλο ώστε να είναι σε θέση να δημιουργεί κείμενο σε αυτή τη γλώσσα, ουσιαστικά «κρατάμε ή επαναφέρουμε τη γλώσσα στην ψηφιακή ζωή» και έχουμε πρόσβαση στον πλούτο της γλωσσικής διαφοράς, τον οποίο μπορούμε να αξιοποιήσουμε και διδακτικά.
*Η δρ Αγγελική Αλβανούδη είναι κοινωνιογλωσσολόγος και διδάσκουσα στο Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

