Σάββατο απόγευμα, αμερικανικό τηλεοπτικό κανάλι προβάλλει στιγμιότυπα από την παρουσίαση ανθρωποειδών ρομπότ που εκτελούν ανθρώπινες εργασίες, αυτόνομων οχημάτων και τεχνητών νευρωνικών δικτύων για αποκατάσταση λειτουργιών σε άτομα με εγκεφαλικές βλάβες. Την ίδια ώρα, άλλο δίκτυο δείχνει drones και πυραύλους υψηλής τεχνολογίας να παρακάμπτουν αμυντικά συστήματα και να πλήττουν στόχους σε πολεμικά μέτωπα, σκοτώνοντας ανθρώπους. Ενα τρίτο κανάλι προβάλλει εκδηλώσεις μίσους με δύο απόπειρες δολοφονίας κατά υποψηφίου προέδρου των ΗΠΑ, ενώ οπαδοί του εκφράζουν ξενοφοβικές απόψεις και αντίστοιχο μίσος για το αντίπαλον δέος. Μέσα σε αυτήν την ένταση, οι ΗΠΑ πορεύονται στις εκλογές, με κρίσιμες εσωτερικές και διεθνείς προκλήσεις.
Σε αυτή την πορεία, οι πολίτες, εκτός από την κοινωνική πόλωση, βιώνουν έναν συνειδησιακό διχασμό. Πολλοί εντάσσονται ιδεολογικά σε ένα κόμμα, αλλά δεν ταυτίζονται με τον υποψήφιό του. Ερευνες του Pew Research Center της Ουάσιγκτον τον Αύγουστο και τον Οκτώβριο έδειξαν ότι 45% των ψηφοφόρων δεν έχουν θετική γνώμη για κανέναν υποψήφιο και πάνω από το 50% πιστεύει ότι όποιος και αν εκλεγεί, η χώρα θα οδηγηθεί σε δυσμενέστερες συνθήκες. Επιπλέον, ακόμη και εντός των κομματικών ομάδων, 15% των Δημοκρατικών αποδοκιμάζουν την Κάμαλα Χάρις και 20% των Ρεπουμπλικανών τον Ντόναλντ Τραμπ. Η συμπεριφορά αυτών των πολιτών εντείνει την αβεβαιότητα για το αποτέλεσμα των εκλογών.
Σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία, έχει εμφανιστεί μια αξιοσημείωτη μερίδα μετριοπαθών ψηφοφόρων που απορρίπτουν τις πολιτικές ή τους υποψηφίους των κομμάτων που παραδοσιακά στήριζαν, λόγω της αυξανόμενης ριζοσπαστικοποίησης και στα δύο στρατόπεδα και της μετατόπιση της πολιτικής ατζέντας στα άκρα των ιδεολογιών τους. Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο πια οι Δημοκρατικοί που δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν υπέρ των Ρεπουμπλικανών, αντιδρώντας στην «κουλτούρα της αφύπνισης» (woke culture) και στη χαλαρή πολιτική για τη μετανάστευση. Αντίστοιχα, Ρεπουμπλικανοί δηλώνουν ότι θα στραφούν στους Δημοκρατικούς για να αντιταχθούν στην οπλοκατοχή και στον απομονωτισμό στην εξωτερική πολιτική. Αυτές οι νέες τάσεις προσθέτουν έναν επιπλέον αστάθμητο παράγοντα στις επερχόμενες εκλογές, καθιστώντας το αποτέλεσμα ακόμη πιο αβέβαιο.
Στις ΗΠΑ, τα τελευταία χρόνια η ανάγκη για έναν μετριοπαθή, κεντρώο δρόμο είναι μεγάλη, αλλά δυνατότητα τρίτης ουσιαστικής πολιτικής επιλογής δεν υπάρχει.
Εντονη κοινωνική ανησυχία υπάρχει και για τη διαχείριση του αποτελέσματος των εκλογών. Η πρόσφατη μελέτη του Pew Research Center έδειξε ότι 3/4 των ψηφοφόρων ανεξαρτήτως κόμματος εκφράζουν την άποψη πως ο Ντόναλντ Τραμπ δεν θα αποδεχθεί ενδεχόμενο αποτέλεσμα ήττας. Αν αυτό επαληθευθεί, ο φόβος αντιδράσεων των υποστηρικτών του, σε συνδυασμό με την εκτεταμένη οπλοκατοχή στις ΗΠΑ, δημιουργεί ένα εκρηκτικό περιβάλλον που τροφοδοτεί ανησυχίες πολιτικής και κοινωνικής αστάθειας.
Σε αντίθεση με την Ευρώπη, στις ΗΠΑ λείπει η δυνατότητα ουσιαστικής τρίτης πολιτικής επιλογής με ρεαλιστική πρόταση διακυβέρνησης. Τα τελευταία χρόνια, η ανάγκη για έναν μετριοπαθή, κεντρώο δρόμο ακούγεται όλο και πιο έντονα. Ωστόσο, η πολιτική ιστορία των ΗΠΑ έχει δείξει ότι η δημιουργία ενός ισχυρού τρίτου κόμματος παραμένει εξαιρετικά δύσκολη. Η ελπίδα των μετριοπαθών πολιτών στηρίζεται πλέον στην επικράτηση της λογικής, ώστε οι ΗΠΑ να διατηρήσουν ισορροπία τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και παγκοσμίως. Μόνο τότε η προσοχή των πολιτών θα φύγει από την πόλωση και θα στραφεί στα συναρπαστικά τεχνολογικά επιτεύγματα του ανθρώπου, που δημιουργούν προϋποθέσεις βελτίωσης της ζωής και της υγείας.
*Ο κ. Κωνσταντίνος Γ. Δροσάτος είναι καθηγητής Ιατρικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο του Σινσινάτι των ΗΠΑ.

