Μετά την τρίτη θέση στις ευρωεκλογές, ο Ανδρουλάκης δέχθηκε ισχυρή αμφισβήτηση. Παρ’ όλα αυτά, κατάφερε να επανεκλεγεί πρόεδρος του κόμματος. Κέρδισε μια δεύτερη ευκαιρία για να πετύχει ό,τι δεν πέτυχε με την πρώτη.
Το ερώτημα είναι αν στο εξής η αργή έως τώρα ανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ πρόκειται να επιταχυνθεί, προκειμένου να καταστεί και πάλι κόμμα εξουσίας.
Αν κι ένα μεγάλο εκλογικό άλμα θεωρητικά δεν μπορεί να αποκλειστεί, μοιάζει πολύ δύσκολο να επιτευχθεί άμεσα. Για μια σειρά από λόγους.
Κατ’ αρχάς, δεν υπάρχει προηγούμενο μεγάλου κόμματος στην Ευρώπη το οποίο να υπέστη εκλογική κατάρρευση εξαιτίας μιας οικονομικής κρίσης και να επέστρεψε στο πολιτικό προσκήνιο διατηρώντας την αυτονομία και την ταυτότητά του. Διότι η αξιοπιστία ενός πολιτικού brand που κλονίζεται, δύσκολα επανέρχεται στην προτέρα κατάσταση. Βεβαίως, κάθε κανόνας μπορεί να έχει κι εξαιρέσεις. Ο δρόμος όμως για το ΠΑΣΟΚ είναι εκ των πραγμάτων δύσβατος.
Κάτι που φάνηκε και από τη συμμετοχή στις εσωκομματικές κάλπες. Hταν αυξημένη συγκριτικά με τις προηγούμενες, αλλά όχι εντυπωσιακά. Και αυτό παρότι οι πολιτικές συνθήκες σήμερα είναι πιο ευνοϊκές από ό,τι το 2021. Τότε η Ν.Δ. ήταν κυρίαρχη και ο ΣΥΡΙΖΑ ανταγωνιστικός. Τώρα η κυβέρνηση φθείρεται και η αξιωματική αντιπολίτευση διαλύεται. Υπό αυτή την έννοια, αν και το ύψος της συμμετοχής δίνει σήμα σταθεροποίησης του κόμματος σε διψήφια εκλογικά επίπεδα, δεν παραπέμπει σε ολική επαναφορά με προοπτική εξουσίας. Πιθανόν η αποστασιοποίηση των πολιτών, όπως αποτυπώθηκε στην αποχή ρεκόρ των ευρωεκλογών, αφορά το σύνολο σχεδόν του πολιτικού συστήματος – άρα και το ΠΑΣΟΚ.
Είναι βεβαίως αλήθεια πως οι εκλογές πρωτίστως χάνονται από τις κυβερνήσεις και δευτερευόντως κερδίζονται από τις αντιπολιτεύσεις. Χρειάζεται πρώτα να αποτύχει ο Μητσοτάκης στη διαχείριση των κυρίαρχων ζητημάτων και ειδικότερα της οικονομίας, για να προκύψει στη συνέχεια μαζική δυσαρέσκεια που θα αναζητήσει αναγκαστικά εναλλακτική. Σε μια τέτοια περίπτωση το ΠΑΣΟΚ θα είχε μια νέα ευκαιρία.
Ωστόσο, μια βαθιά κρίση στην οικονομία δεν μοιάζει το επικρατέστερο σενάριο για το μέλλον. Ταυτόχρονα, η όποια εναλλακτική, για να εκφράσει ένα αίτημα πολιτικής αλλαγής, χρειάζεται να είναι αξιόπιστη και να δημιουργεί προσδοκίες. Κάτι που εκ των πραγμάτων συνεπάγεται πειστική ηγεσία, πολυσυλλεκτική στρατηγική και διακριτό προγραμματικό στίγμα.
Η πλειοψηφία των μελών και φίλων του ΠΑΣΟΚ επανεξέλεξε τον Ανδρουλάκη, ισχυροποιώντας τη θέση του στο εσωκομματικό πεδίο. Μάλλον δεν θα αμφισβητηθεί ξανά έως το 2027. Oμως ο σημερινός πρόεδρος του κόμματος έχει δοκιμαστεί ήδη κι έως τώρα υστερεί σημαντικά του Μητσοτάκη σε όλους τους δείκτες των δημοσκοπήσεων. Αποτελεί επομένως ερωτηματικό εάν θα καταφέρει να αλλάξει την εικόνα του σε σημείο ώστε να γίνει «πρωθυπουργήσιμος» ή έστω πολιτικά και επικοινωνιακά ανταγωνιστικός ως προς τον πρωθυπουργό.
Η πολυσυλλεκτική στρατηγική επίσης δεν είναι δεδομένη. Οι υποψηφιότητες των Γερουλάνου και Διαμαντοπούλου ενίσχυσαν την απήχηση του κόμματος κυρίως στην Αθήνα, στα αστικά κέντρα και στους ψηφοφόρους του «μεσαίου» χώρου. Aρα η μετεκλογική αξιοποίησή τους μοιάζει πολιτικά αναγκαία, εφόσον το ζητούμενο είναι η προσέλκυση αναποφάσιστων ψηφοφόρων του Κέντρου. Δεν είναι, ωστόσο, η πρώτη φορά που το ΠΑΣΟΚ εμφανίζει εικόνα πολυσυλλεκτικότητας. Κάτι ανάλογο συνέβη με τις υποψηφιότητες για την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ το 2017 και το 2021. Αλλά το εγχείρημα αποδείχθηκε βραχύβιο, αφού αρκετοί υποψήφιοι στην πορεία αποχώρησαν. Είναι αβέβαιο τι θα συμβεί τώρα.
Παράλληλα, η διατύπωση διακριτών προγραμματικών θέσεων είναι μια πολιτικά απαιτητική διαδικασία. Αφενός, γιατί χρειάζεται μια κεντρική ιδέα που να διαφέρει από την κυβερνητική και, αφετέρου, γιατί πρέπει να συντονίζεται με την πλειονότητα της κοινής γνώμης. Πολύ περισσότερο δε, όταν ο μέσος ψηφοφόρος τα τελευταία χρόνια έχει μετακινηθεί δεξιότερα –συγκριτικά με το παρελθόν– τόσο σε θέματα οικονομίας όσο και σε ζητήματα ασφάλειας και μετανάστευσης. Συνεπώς, η προσπάθεια κεντροαριστερών κομμάτων, σε Ελλάδα κι Ευρώπη, να πείσουν τους κεντρώους πολίτες για την αξιοπιστία της κυβερνητικής τους πρότασης χωρίς να αφήσουν κενό στα αριστερά συνιστά άσκηση δύσκολης ισορροπίας. Ιδιαίτερα για ένα κόμμα όπως το ΠΑΣΟΚ, που είναι εκλογικά τρίτο και επιδιώκει να καθιερωθεί ως δεύτερο στο πλαίσιο ενός νέου δικομματισμού.
*Ο κ. Πάνος Κολιαστάσης είναι δρ Πολιτικής Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Queen Mary του Λονδίνου και διδάσκων στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.

