Η παρουσία μιας κάμερας και μιας οθόνης παντού δίπλα μας συνήθως δεν ανησυχεί πια. Η εποχή των smartphones σηματοδοτεί την απόλυτη ενσωμάτωση της τεχνολογίας στην κοινωνική ζωή μας (δημόσια και ιδιωτική), κάτι που από πολύ λίγους, μάλλον τεχνοφοβικούς, δεν γίνεται αποδεκτό. Εχει ενδιαφέρον ότι στις λίγες φορές που η πανοπτική παρουσία της κάμερας προβληματίζει ή και σοκάρει, αυτές έχουν να κάνουν κυρίως με το ζήτημα της ηλικίας. Τι κάνουν οι ανήλικοι με τα κινητά τους τηλέφωνα; Είναι αυτά υπεύθυνα για τη βίαιη ή και παραβατική συμπεριφορά που επιδεικνύουν ορισμένοι από αυτούς ανερυθρίαστα; Και στον αντίποδα, γιατί έσπευσαν να ανα-δημοσιοποιήσουν τόσο πολλοί χρήστες των social media την πτώση της Μαρινέλλας, της μεγάλης σταρ του ελληνικού τραγουδιού, μη σεβόμενοι μια πραγματικά δύσκολη στιγμή της, αρχίζοντας να σχολιάζουν το προχωρημένο της ηλικίας της και πώς αυτή το διαχειρίζεται;
Ας πάρουμε, όμως, λίγο τα πράγματα από την αρχή. Η κοινωνία της πληροφορίας που αναπόδραστα έχουμε μπει όλοι, έχει μια πολύ μεγάλη διαφορά από την προηγούμενη, δηλαδή την εποχή των παραδοσιακών μέσων (μέχρι και την εποχή της τηλεόρασης). Οι νέες τεχνολογίες δεν είναι απλά εργαλεία που χρησιμοποιούνται για την πληροφόρηση ή την επικοινωνία. Πολύ περισσότερο, συγκροτούν κοινωνικά περιβάλλοντα στα οποία όλοι εντασσόμαστε με τη βούλησή μας και όπως όλα τα δημόσια πεδία συγκροτούν τρόπους δράσης ή αυτό που θα λέγαμε κοινωνιολογικά «πρακτικές». Είναι πολύ δύσκολο πια κάποιος να παρακολουθήσει έναν ποδοσφαιρικό αγώνα ή μια συναυλία, ακόμη και να φάει σε μια ταβέρνα, χωρίς να καταγράψει με την κάμερά του το γεγονός. Δεν είναι ατομική υπόθεση/επιλογή, είναι κοινωνική πρακτική.
Η εποχή των νέων μέσων συνεπάγεται μια νέα συνθήκη, στην οποία η προσωπική ή συλλογική εμπειρία, το βίωμα, δεν υπάρχει χωρίς τεχνολογική διαμεσολάβηση, ανεξάρτητα με τον βαθμό και την κλίμακα της μετέπειτα δημοσιοποίησής του. Μάλιστα, πολλά από τις εμπειρίες και τα βιώματά μας αναπτύσσονται ακριβώς για να απευθυνθούν στο δημόσιο περιβάλλον που διαμορφώνει η τεχνολογία. Αν δεν φωτογραφηθούμε στη διάρκεια ενός ταξιδιού μπροστά σε ένα μνημείο ή ένα ωραίο τοπίο, και αν δεν το ανακοινώσουμε με κάποιο τρόπο, είναι σαν να μην έχουμε πάει στο μέρος αυτό, σαν να μην έχουμε μπει στα πραγματικά παπούτσια του τουρίστα. Το ίδιο όμως συμβαίνει και μπροστά σε μια καταστροφή. Η τάση μας να καταγράψουμε τον εαυτό μας μέσα ή δίπλα σε αυτή δεν υπηρετεί τόσο μια ερασιτεχνική λογική δημοσιογραφίας (να καταγραφεί μια κατάσταση ή μαρτυρία), όσο την αποθήκευση και δημοσιοποίηση μιας σοκαριστικής ή και τραυματικής εμπειρίας μας.
Κάποιοι σε αυτή τη διαδεδομένη πρακτική χρήση της κάμερας των κινητών τηλεφώνων βλέπουν την κυριαρχία ενός γενικευμένου ναρκισσισμού, που επί της ουσίας αδιαφορεί για το τι πραγματικά συμβαίνει και δίνει προτεραιότητα στην καταγραφή και δημοσιοποίηση του «εγώ», στην επιδοκιμασία, συμπαράσταση ή ανησυχία και αμφισβήτηση που μπορούν να προκαλέσουν διάφορες εκφάνσεις της προσωπικής ζωής μας. Κατά αυτή την προσέγγιση, οι ανήλικοι αντί να παρέμβουν για να σταματήσουν τα βίαια επεισόδια που ξεσπούν δίπλα τους, τα παρακολουθούν μέσα από τα κινητά τους. Οι ίδιοι, μάλιστα, οι ανήλικοι δράστες συχνά οργανώνουν τη βίαιη συμπεριφορά τους σε δημόσιους χώρους (σχολείο, πλατεία), επιδιώκοντας-οργανώνοντας την καταγραφή και διάδοση του περιστατικού. Το ξύλο δεν βγαίνει πια από τον παράδεισο, βγαίνει από την κάμερα και απευθύνεται σε αυτήν.
Η ερμηνεία της κουλτούρας του ναρκισσισμού θα έβλεπε κάτι παρόμοιο στην αναπαραγωγή και στον σχολιασμό της πτώσης της Μαρινέλλας. Η αδιαφορία για το τι «αποθανατίζεται» και τι δημοσιοποιείται, για το πόσο αμήχανο ή προσβλητικό μπορεί να είναι για τον πρωταγωνιστή της σκηνής, συνοδεύεται από την κεφαλαιοποίηση του γεγονότος ότι το «εγώ» ήταν εκεί, σε μια προνομιακή –αν και στενάχωρη– θέση θέασης.
Η κανονικοποίηση του ναρκισσισμού δεν μπορεί να παραβλεφθεί είτε στις τετριμμένες και αθώες (π.χ. selfies) είτε σε κάποιες φανερά παθολογικές (π.χ. παραγωγή βίας για τα social media) εκδοχές του. Εντούτοις, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι η καταγραφή και αναπαραγωγή «ακατάλληλων» σκηνών στην εποχή μας είναι σχεδόν αδύνατο να εμποδιστεί. Τα νέα μέσα τηρούν συνέχεια την υπόσχεση που μας έδωσαν και που εμείς (συνήθως πληρώνοντας αδρά) αγοράσαμε: αμεσότητα, ταχύτητα, αυθεντικότητα, αλήθεια, διαφάνεια. Ελλείψει επαγγελματιών «πυλωρών» που θα φιλτράρουν και θα προφυλάσσουν, όπως την εποχή των παραδοσιακών μέσων, από την οποιαδήποτε δημοσιοποίηση που προάγει ακρότητες και αντικοινωνικές συμπεριφορές, η ευθύνη έχει μεταφερθεί ουσιαστικά από τους παραγωγούς στους καταναλωτές περιεχομένου, που ηθελημένα ή αθέλητα τροφοδοτούν τις μηχανές αναζήτησης. Ο εκδημοκρατισμός της επικοινωνίας, η «επικοινωνία πολλών προς πολλούς» που επιφέρουν τα νέα μέσα έχει μεταφέρει την ευθύνη για την ακρίβεια, την ποιότητα, την αξία των πληροφοριών στο κοινό, δηλαδή σε όλους εμάς, τον καθένα ξεχωριστά. Είναι ίσως το τίμημα του ναρκισσισμού που όλοι απολαμβάνουμε συνήθως απροβλημάτιστα: η κοινωνία είναι ο δικός μας καθρέφτης, κάθε αντανάκλασή μας την επηρεάζει.
*O κ. Βασίλης Βαμβακάς είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας του ΑΠΘ.

