Στο βιβλίο «Η δυνατότητα ενός νησιού» (Εστία, 2006), ο καταθλιπτικός ήρωας του Μισέλ Ουελμπέκ αναπολεί την εποχή που έτρεχε με διακόσια χιλιόμετρα την ώρα στους αυτοκινητοδρόμους της Ισπανίας. Τότε, πριν από τις κάμερες και τους ελέγχους, η οδήγηση είχε περισσότερο ενδιαφέρον· όπως η ζωή και ο έρωτας, παρατηρεί ο Ουελμπέκ. Οσο ελκυστική κι αν φαίνεται η επίκληση ενός ρομαντικού αυθορμητισμού τον οποίο καταπνίγει η πανοπτική τεχνολογία, δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την ανευθυνότητα των οδηγών. Το τίμημα σε ανθρώπινο πόνο είναι τεράστιο. Οι χίλιες κάμερες που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός ότι θα τοποθετηθούν στους δρόμους της πρωτεύουσας, συνιστούν ένα αποτελεσματικό εργαλείο αντιμετώπισης. Ποιος δεν έχει τραβήξει λίγο το πόδι του από το γκάζι, όταν διαβάζει την πινακίδα «το όριο ταχύτητας ελέγχεται με τεχνικά μέσα»; Πλέον, τα τεχνικά μέσα θα γίνουν ακόμη πιο «έξυπνα». Εκτός από την εξακρίβωση παραβάσεων, θα διαπιστώνουν εάν το αυτοκίνητο είναι ασφαλισμένο, θα ανιχνεύουν τα προσωπικά στοιχεία του κατόχου του οχήματος, θα συμβάλλουν στην αυτοματοποιημένη επιβολή των προστίμων και στην ψηφιακή αφαίρεση του διπλώματος οδήγησης.
Μόνο που οι κάμερες, ως εργαλεία παρακολούθησης, εμφανίζουν μια σειρά από ανησυχητικά χαρακτηριστικά: είναι διαρκώς εκεί, συνεχώς βελτιούμενες ως προς τις τεχνικές τους ιδιότητες, απαλλαγμένες από τα ανθρώπινα όρια και τις αδυναμίες των συμβατικών τρόπων αστυνόμευσης. Τα πλεονεκτήματά τους, εκείνα που τις καθιστούν τόσο επιτυχημένες, είναι οι λόγοι οι οποίοι επιτάσσουν αντίστοιχη ευαισθησία και σύνεση κατά τη χρήση τους. Θαυματουργές και συνάμα καταστροφικές –κάτι σαν την πυρηνική ενέργεια– για το πεδίο της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων. Συνεπάγονται ένα μεγάλο κόστος για την προσωπική ελευθερία, πραγματικό και δυνητικό. Η έννομη τάξη οφείλει να μην το προσπερνά, ακόμη και για να σταματήσει τα παράνομα προσπεράσματα στους δρόμους. Η επίκληση της οδικής ασφάλειας και η πάταξη της παρανομίας δεν αρκούν από μόνες τους για να δικαιολογήσουν ένα τέτοιο κόστος.
Η Ελλάδα είναι καλή στο να αντιγράφει από την «προηγμένη» Δύση τα σύγχρονα μέσα αστυνόμευσης και τα θεσμικά τους αντίβαρα. Μόνο που αποδεικνύεται λιγότερο αποτελεσματική ως προς τα δεύτερα.
Χρειάζεται κάτι παραπάνω· οι κίνδυνοι για την ελευθερία πρέπει να εξισορροπούνται με αντίστοιχες εγγυήσεις. Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα για τη δική μας έννομη τάξη. Η Ελλάδα είναι καλή στο να αντιγράφει από την «προηγμένη» Δύση τα σύγχρονα μέσα αστυνόμευσης και τα θεσμικά τους αντίβαρα. Μόνο που αποδεικνύεται λιγότερο αποτελεσματική –ίσως και λιγότερο ειλικρινής– ως προς το δεύτερο σκέλος της εξίσωσης. Οι επιδόσεις στη διαφύλαξη των προσωπικών δεδομένων είναι διαχρονικά πενιχρές σε ένα κράτος το οποίο ακόμη αναζητεί το κατάλληλο πλαίσιο προστασίας από αθέμιτες τηλεφωνικές παρακολουθήσεις, αδυνατεί να εξασφαλίσει το απόρρητο εσωτερικών πληροφοριών που προέρχονται από τη Διοίκηση και τη Δικαιοσύνη, αντιδρά κατόπιν εορτής στη διαπόμπευση πολιτών με κρυφές κάμερες από τα ΜΜΕ. Παρά τη συνταγματική τους κατοχύρωση, οι ανεξάρτητες αρχές που ενεργούν ως θεματοφύλακες –πρωτίστως η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ), αλλά και η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών και το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης– δεν διαθέτουν τα μέσα ούτε τη στήριξη της πολιτείας ώστε να αντιδρούν αποτρεπτικά στις επιθέσεις κατά της ιδιωτικής σφαίρας. Οχι ότι αδιαφορούν: στις 23 Σεπτεμβρίου, η ΑΠΔΠΧ επέβαλε πρόστιμο 150.000 ευρώ στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη λόγω πλημμελούς τήρησης της νομοθεσίας για τα προσωπικά δεδομένα αναφορικά με τις νέες ηλεκτρονικές ταυτότητες. Τα ζητήματα που εγείρουν ο πολλαπλασιασμός των καμερών στους δρόμους και η ερμαφρόδιτη διαχείρισή τους από έναν ιδιωτικό και ένα δημόσιο φορέα (όπως ανακοινώθηκε) είναι εξόχως περισσότερα για να τα προσπεράσει κάποιος.
*Ο κ. Γιώργος Δελλής είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή της Αθήνας.

