Ο πρόσφατος παρατεταμένος καύσωνας οδήγησε την κυβέρνηση να υιοθετήσει έκτακτα μέτρα για την προστασία των εργαζομένων σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, αναγνωρίζοντας τους κινδύνους για την ασφάλεια και τη δημόσια υγεία. Το σκεπτικό ήταν ότι η χώρα βίωνε μια πρωτοφανή κατάσταση – με τη μέγιστη θερμοκρασία πάνω από τους 40 °C για σχεδόν δύο εβδομάδες. Ομως, λόγω της κλιματικής κρίσης, αυτό που σήμερα είναι καινοφανές, σύντομα θα καταστεί το σύνηθες, απαιτώντας όχι τη λήψη έκτακτων μέτρων αλλά τον σχεδιασμό ολοκληρωμένων στρατηγικών και ενός νέου παραγωγικού μοντέλου.
Ηδη το 2024 είναι η θερμότερη χρονιά παγκοσμίως, σπάζοντας το ρεκόρ του 2023. Οι βραχυχρόνιες επιπτώσεις της υπερθέρμανσης είναι άμεσα ορατές. Οι καύσωνες συσχετίζονται με αυξημένη θνητότητα και προβλήματα υγείας και οι εκτεταμένες πυρκαγιές έχουν θέσει την Ελλάδα σε έναν κύκλο ξηρασίας, πλημμυρών και περαιτέρω υπερθέρμανσης.
Οι οικονομικές επιπτώσεις είναι επίσης σοβαρότατες. Για παράδειγμα, το κόστος μόνο για να αποκατασταθούν οι πλημμυροπαθείς περιοχές στη Θεσσαλία το 2023 ανέρχεται στο 1,5% του ΑΕΠ. Τέτοιου είδους οικονομικά σοκ θα πληθαίνουν. Πρόσφατη έρευνα εκτιμά τις ζημιές λόγω κυμάτων καύσωνα να ξεπερνούν το 2% του ΑΕΠ ετησίως σε ορίζοντα 30-40 ετών από σήμερα.
Επιπλέον, το έμμεσο κόστος της υπερθέρμανσης, μέσω των επιπτώσεων στην αγροτική παραγωγή και την εργασία, μόνο αμελητέο δεν είναι. O Διεθνής Οργανισμός Εργασίας υπολογίζει πως οι καύσωνες θα οδηγήσουν σε μείωση της απασχόλησης και των ωρών εργασίας. Η γεωργία και οι κατασκευές είναι οι πιο ευάλωτοι κλάδοι, όπου αθροιστικά απασχολούνται 660.000 εργαζόμενοι στην Ελλάδα σήμερα.
Με άλλα λόγια, η κλιματική κρίση απειλεί να βάλει τη χώρα σε έναν οικονομικό και περιβαλλοντικό φαύλο κύκλο: καύσωνες και φυσικές καταστροφές θα επιβραδύνουν την παραγωγή και θα δημιουργούν δημοσιονομικά κενά, τα οποία δεν θα επιτρέπουν επενδύσεις σε προγράμματα προσαρμογής στις νέες κλιματικές συνθήκες. Ως αποτέλεσμα, η τρωτότητα της χώρας σ’ αυτούς τους κινδύνους θα εντείνεται.
Γι’ αυτόν τον λόγο, ο οικονομικός μετασχηματισμός είναι μονόδρομος και απαιτεί τόσο ένα νέο παραγωγικό μοντέλο όσο και νέες δημόσιες επενδύσεις.
Ως προς το παραγωγικό μοντέλο, ο στρατηγικός σχεδιασμός για τη μεσοπρόθεσμη ανακατεύθυνση της ελληνικής οικονομίας είναι απαραίτητος. Αυτός είναι μεν στόχος που αναγνωρίζεται στο σχέδιο δράσης του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, όμως οι δύο μόνο δράσεις που τον συνοδεύουν είναι ακόμη πρωτόλειες: η εκπόνηση σχεδίων για την πράσινη ανάπτυξη και την αναβάθμιση της παραγωγής.
Οι δημόσιες επενδύσεις είναι επίσης αναγκαίες. Σε μεγάλο βαθμό η κινητήρια δύναμη μέχρι στιγμής είναι τα προγράμματα του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που χρηματοδοτεί την πράσινη μετάβαση, κυρίως μέσω της ενεργειακής αναβάθμισης υποδομών. Αυτό είναι μια αρχή, αλλά δεν μπορεί να είναι ο τελικός προορισμός. Επιπλέον, το μέλλον αυτής της χρηματοδότησης που έχει προκύψει από δανεισμό της Ε.Ε. στις διεθνείς αγορές είναι εξαιρετικά αβέβαιο. Η σύνθεση του νεοεκλεγέντος Ευρωκοινοβουλίου περιλαμβάνει πολλούς επικριτές της πράσινης μετάβασης και εθνικές κυβερνήσεις, όπως ο νεοσύστατος συνασπισμός στην Ολλανδία, που πιστεύουν πως άλλα θέματα –για παράδειγμα η μετανάστευση– θα πρέπει να προτεραιοποιηθούν. Τόσο κεντροδεξιές όσο και ευρωσκεπτικιστικές δυνάμεις στις Βρυξέλλες είναι κάθετα αντίθετες στο ενδεχόμενο νέου ευρωπαϊκού δανεισμού.
Εκ πρώτης όψεως, η παρούσα κατάσταση δεν εμπνέει αισιοδοξία. Η ελληνική οικονομία ωθείται σε μεγάλο βαθμό από ρυπογόνους κλάδους, όπως ο τουρισμός και οι κατασκευές και πλήττεται από συχνούς καύσωνες και αυξανόμενες φυσικές καταστροφές. Και η ευρωπαϊκή πολιτική συγκυρία έχει οδηγήσει σε μετριασμένες φιλοδοξίες σε θέματα πράσινης μετάβασης.
Ομως, υπάρχει και μια ευκαιρία. Η δημοσιονομική σταθερότητα επιτρέπει την εκπόνηση φιλόδοξων μεταρρυθμιστικών πολιτικών για την υποστήριξη της βιώσιμης ανάπτυξης οριζοντίως, διορθώνοντας έτσι μακροχρόνιες παθογένειες στον στρατηγικό σχεδιασμό για την οικονομία. Το ενισχυμένο πολιτικό κεφάλαιο της χώρας μας στην Ευρώπη μπορεί να αξιοποιηθεί για την προώθηση πράσινων πολιτικών και τη χρηματοδότησή τους μέσω κοινού δανεισμού. Τους επόμενους μήνες η υπό διαμόρφωση Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα επεξεργάζεται τις πολιτικές που θα υλοποιηθούν την επόμενη τετραετία – η ώρα για να επηρεαστούν αυτές οι προτεραιότητες από την Ελλάδα είναι τώρα.
*Ο κ. Αλέξανδρος Κεντικελένης είναι αν. καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Bocconi του Μιλάνου.

