Αδιαμεσολάβητα… έξι δεκαετίες πριν

3' 28" χρόνος ανάγνωσης

Στις μέρες μας ολοένα και συχνότερα διατυπώνονται δημόσια προτάσεις που αφορούν την άμεση επικοινωνία των πολιτικών με τους πολίτες. Δίχως ενδιάμεσα φίλτρα που ορθώνουν προσκόμματα. Χωρίς περίπλοκες διαδικασίες που καταλήγουν να δημιουργούν στεγανά. Μακριά από μηχανισμούς που αποξενώνουν την ηγεσία από τον λαό.

Οι υποστηρικτές τους επισημαίνουν ότι, εκτός των άλλων, αυτές οι μέθοδοι συνεπάγονται μια ουσιώδη καινοτομία. Το (ασφαλώς κακό…) παρελθόν ήταν διαμεσολαβημένο. Το (οπωσδήποτε ευοίωνο…) μέλλον θα είναι αδιαμεσολάβητο. Στην ιδανική εκδοχή της, αυτή η ώσμωση θα γίνεται ακόμη και διά ζώσης. Σε συναντήσεις, στις οποίες οι ενδιαφερόμενοι θα μπορούν να εκθέτουν απευθείας στους έχοντες ή τους εποφθαλμιούντες την εξουσία, τα προβλήματα, τις ανησυχίες, τις σκέψεις και τις προτάσεις τους.

Κι όμως. Η ιδέα δεν είναι εντελώς καινούργια. Για την ακρίβεια, στην Ελλάδα εφαρμόστηκε πρώτη φορά πριν από σχεδόν 60 χρόνια. Ηταν φθινόπωρο του 1965. Η χώρα βρισκόταν μέσα στη δίνη της μεγάλης αναταραχής που είχε προκαλέσει η ανατροπή της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου και ο σχηματισμός τριών διαδοχικών κυβερνήσεων αποστατών: κατά χρονική σειρά, με επικεφαλής τον Γεώργιο Αθανασιάδη-Νόβα, τον Ηλία Τσιριμώκο και τον Στέφανο Στεφανόπουλο. Σε αντίθεση με τους δύο πρώτους, στις 24 Σεπτεμβρίου 1965 ο Στεφανόπουλος κατόρθωσε να λάβει (έστω οριακά) ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή.

Περίπου δύο εβδομάδες αργότερα, στις 11 Οκτωβρίου 1965, ο Στεφανόπουλος αποφάσισε να απευθυνθεί απευθείας στον ελληνικό λαό, η πλειοψηφία του οποίου –σε αντίθεση με τη Βουλή– κάθε άλλο παρά τον περιέβαλλε με εμπιστοσύνη και ακόμη λιγότερο με συμπάθεια. Μέσα κοινωνικής δικτύωσης ασφαλώς δεν υπήρχαν ούτε καν τηλεοπτικοί σταθμοί είχαν ιδρυθεί. Ετσι ο Στεφανόπουλος χρησιμοποίησε τον μόνο διαθέσιμο δίαυλο άμεσης ενημέρωσης: εκφώνησε ομιλία, η οποία αναμεταδόθηκε από το ραδιόφωνο. Συστατικό στοιχείο μιας υγιούς και λειτουργικής δημοκρατίας, τόνισε μεταξύ άλλων στην ομιλία του, δεν ήταν άλλο από την άμεση επικοινωνία των κυβερνώντων με τους κυβερνωμένους. Εμφανίστηκε δε τόσο αποφασισμένος να ενθαρρύνει και να διευκολύνει αυτή την επικοινωνία, ώστε έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση των πολιτών: όποιος Ελληνας και όποια Ελληνίδα αισθανόταν ότι δεν έβρισκε το δίκιο του/της, δεν είχε παρά να αποταθεί χωρίς κανέναν δισταγμό στον ίδιο τον πρωθυπουργό. «Η θύρα του γραφείου μου είναι ανοικτή» υπογράμμισε χωρίς περιστροφές.

Η εξαγγελία συνοδεύτηκε από συγκεκριμένες ενέργειες. Στο πολιτικό γραφείο του πρωθυπουργού δημιουργήθηκε Κεντρική Επιτροπή Παραπόνων, η οποία θα λειτουργούσε όλες τις εργάσιμες ημέρες και ώρες, έχοντας ως αποστολή τη συγκέντρωση κάθε λογής διαμαρτυρίας των πολιτών. Παράλληλα, ανακοινώθηκε ότι κάθε Τετάρτη από τις έντεκα το πρωί έως τη μία το μεσημέρι ο Στεφανόπουλος θα δεχόταν αυτοπροσώπως οποιονδήποτε πολίτη επιθυμούσε να τον συναντήσει προκειμένου να εκθέσει το πρόβλημά του στον πρωθυπουργό. Οπως είχε υποσχεθεί, η πόρτα του γραφείου θα παρέμενε, έστω για δύο ώρες κάθε εβδομάδα, ανοικτή για το κοινό.

Η αρχή έγινε στις 20 Οκτωβρίου 1965. Τα πλάνα των Κινηματογραφικών Επικαίρων (με λίγη φαντασία θα μπορούσαν να περιγραφούν ως το YouTube ή το TikTok εκείνης της εποχής..) αποτύπωσαν με γλαφυρότητα αυτές τις πρωτοφανείς για τα ελληνικά δεδομένα σκηνές. Δεκάδες επί δεκάδων πολίτες, αντιπροσωπείες οργανώσεων και μέλη ποικιλόμορφων επιτροπών άδραξαν την ευκαιρία. Εστησαν ουρά έξω από το πρωθυπουργικό γραφείο, περιμένοντας υπομονετικά να δουν από κοντά τον Στεφανόπουλο και να του παρουσιάσουν τα αιτήματά τους. Οι πιο οργανωμένοι του τα έδιναν και γραπτώς. Εκείνος τους χαιρετούσε όλους διά χειραψίας, μιλούσε για λίγα δευτερόλεπτα στον καθένα (περίπου όσο διαρκούσε η χειραψία…), παραλάμβανε τα γραπτά υπομνήματα και φρόντιζε να διατηρεί ύφος που επιβεβαίωνε το ειλικρινές ενδιαφέρον του και την αμέριστη συμπαράστασή του.

Οι πολιτικοί αντίπαλοι του Στεφανόπουλου δεν ήταν τόσο συγκαταβατικοί. Τον κατηγόρησαν για δημοκοπία και λαϊκισμό. Μάλλον δεν είχαν και πολύ άδικο. Το βέβαιο είναι ότι οι πρωτοβουλίες του Στεφανόπουλου δεν βελτίωσαν καθόλου τη δημόσια εικόνα του ούτε αύξησαν τη δημοφιλία του – αμφότερες παρέμειναν σταθερά καταβαραθρωμένες (το ίδιο ίσχυε και για την κυβέρνησή του, η οποία τελικά παρέμεινε στην εξουσία όλους κι όλους δεκαπέντε μήνες). Αποδείχθηκε έτσι ότι οι επικοινωνιακοί τακτικισμοί δεν αρκούν για να αλλάξουν την ουσία της όποιας πολιτικής ούτε για να ψιμυθιώσουν τις προφανείς ατέλειές της και να καλύψουν τα κενά της. Οι περισσότερο εξοικειωμένοι με τη λειτουργία της αγοράς, ίσως θα το έθεταν –σχεδόν 60 χρόνια πριν– πιο ωμά: δεν έφταιγε η ρεκλάμα, ήταν ανεπαρκές το ίδιο το προϊόν…

Ο κ. Αντώνης Κλάψης είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT