Οταν χαράξαμε τις ήττες μας στην πέτρα

Τόπος βουβής συλλογικής μνήμης και σεβασμού, όχι οδύνης και θυμού, το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου, τόπος στον οποίο αποτυπώνονται οι πολεμικές θυσίες του έθνους μας κατά τους πολέμους του ελληνικού 20ού αιώνα

5' 7" χρόνος ανάγνωσης

Τόπος βουβής συλλογικής μνήμης και σεβασμού, όχι οδύνης και θυμού, το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου, τόπος στον οποίο αποτυπώνονται οι πολεμικές θυσίες του έθνους μας κατά τους πολέμους του ελληνικού 20ού αιώνα. Αποτυπώνονται με τρόπο δραματικό στον διακριτικό και ταπεινό πωρόλιθο, όχι σε πεντελικό μάρμαρο, τα ονόματα των τόπων στους οποίους θυσιάστηκαν, μαχόμενα, τα ελληνικά νιάτα.

Από το 1912-1913, τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τη Μικρά Ασία (με την ελληνική εκδοχή των ονομάτων, Δορύλαιο – Εσκί Σεχίρ), τον πόλεμο 1940-1941, τον πόλεμο στην έρημο, στη Μεσόγειο, στον Ατλαντικό, στο Αιγαίο, στην Κορέα, στην Κύπρο το 1974. Ευτυχώς οι μετεμφυλιακές κυβερνήσεις απέφυγαν να χαράξουν τα τοπόσημα του Εμφυλίου Πολέμου, όχι γιατί δεν μετέχουν στην Ιστορία μας, αλλά γιατί οι τόποι αυτοί σημαίνουν νίκες των μεν, ήττες των δε, Ελλήνων αμφοτέρων. Καλύτερα που δεν ανανέωσαν για δεκαετίες την έννοια της εχθρότητας μεταξύ Ελλήνων σε ένα μνημείο που συγκροτεί τόπο ιερό πατριωτισμού και όχι διχασμού. Ισως μια στιγμή ειλικρίνειας, ότι ο πόλεμος αυτός μας τραυμάτισε ανεπανόρθωτα.

Ο σχεδιασμός του προκηρύχθηκε τον Μάρτιο του 1926, επί δικτατορίας του στρατηγού Παγκάλου, σε καιρούς χωρίς βασιλεία, αλλά σε μια δημοκρατία με μιλιταριστική κεφαλή και εξαρτημένη στα πρώτα της βήματα σε μεγάλο βαθμό από τον στρατό. Προκρίθηκε η πρόταση του αρχιτέκτονος Εμμανουήλ Λαζαρίδη, ο οποίος επέλεξε ως αρχικό συνεργάτη για τον σχεδιασμό της κεντρικής παράστασης τον γλύπτη Θωμά Θωμόπουλο, που πρότεινε μια γιγαντομαχία ως θέμα, όπου άγγελος θα αγκάλιαζε νεκρό στρατιώτη προς τους ουρανούς. Τελικώς επελέγη, αργότερα, ο Φωκίων Ρωκ, ο οποίος σχεδίασε την εξαιρετικά λιτή, κομψή σιλουέτα του νεκρού αρχαίου οπλίτη σε ύπτια θέση, «εκτάδην κείμενο», αλλά με το σώμα του ίσως έτοιμο να ανασηκωθεί, λόγω της έκτασης που αποτυπώνεται στη μέση του.

Αριστερά της παραστάσεως το αρχαίο παράθεμα, του Θουκυδίδη, από τον Επιτάφιο του Περικλή, «ΜΙΑ ΚΛΙΝΗ ΚΕΝΗ ΦΕΡΕΤΑΙ ΕΣΤΡΩΜΕΝΗ ΤΩΝ ΑΦΑΝΩΝ», και στα δεξιά από το ίδιο έργο το τραγικά συμβολικό για αγνώστους στρατιώτες ανά τους αιώνες, «ΑΝΔΡΩΝ ΕΠΙΦΑΝΩΝ ΠΑΣΑ ΓΗ ΤΑΦΟΣ». Στο μέσον της σύνθεσης, στο κενοτάφιο η φράση «ΕΙΣ ΑΦΑΝΗ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ». Την ευρύτερη διαμόρφωση του μνημείου σχεδίασε ο γλύπτης Κωνσταντίνος Δημητριάδης, αποδίδοντας ένα σύνολο επικό αλλά και διακριτικό, επιβλητικό για τη συγκίνηση της θυσίας και της απώλειας, αλλά και μαζί σε μια ανθρώπινη διάσταση, που εδώ και σχεδόν εκατό χρόνια γοητεύει τους διαβάτες χωρίς να τους δεσμεύει με το δέος του.

Η ιδέα για αντίστοιχα μνημεία στην Ευρώπη υπήρξε απόρροια των σφαγών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, των εκατομμυρίων νεκρών στρατιωτών των οποίων οι σοροί χάθηκαν στα μέτωπα των χαρακωμάτων. Απότοκο των αντίστοιχων μνημείων ενοποιητικής ταυτότητας των κοινωνιών της Ευρώπης, το δικό μας συμβόλισε το υψηλό κύρος του στρατού την εποχή εκείνη, ενώ έβαζε και τους προσφυγικούς πληθυσμούς στο εθνικό παιχνίδι, έστω και από τη χαραγμένη στην πέτρα αναφορά όσων τόπων στη Μικρά Ασία κατέστησαν θέατρα μαχών. Καλλιέργεια μιας άκαιρης πολεμικής ατμόσφαιρας σε χρόνια ειρήνης και πολιτικής δυστοκίας, αλλά παράλληλα κι ένα κλείσιμο ματιού στην πραγματικότητα, αφού ως κοινωνία πρώτη φορά χαράξαμε τις ήττες μας στην πέτρα, αντί τις ηρωικές αφετηρίες του 1821 και του αργότερα του 1940.

Η ιερότητα δεν βεβηλώνεται από τη βιαστική χρήση, αφού αυτή η χρήση παρέρχεται, η ιερότητα υπάρχει πάντοτε έμμεσα όσο συνδεόμαστε ηθικά με τα μνημεία.

Η κατασκευή του χρειάστηκε αρκετά χρόνια, το σκάψιμο έγινε με χειροκίνητα εργαλεία της εποχής, αξίνες κ.λπ., σε έκταση ενός τετραγώνου περίπου εκατό επί εκατό μέτρων, εντός του οποίου διαμορφώθηκε το μνημείο. Η πλατεία μπροστά του αποτελείτο από ένα πρανές ύψους επτά μέτρων, το οποίο ισοπεδώθηκε αυτό ξεκινούσε από το τοιχίο του περιβόλου της σημερινής Βουλής και «έσβηνε» κατηφορικά στη λεωφόρο Αμαλίας. Τα χωματουργικά έργα, αργά στην εκτέλεση, συνοδεύθηκαν και συνδυάστηκαν από διαμαρτυρίες από τους επικριτές της επιλογής του χώρου, οι οποίοι, μεταξύ άλλων αρνητικών, υποστήριζαν ότι η εγκατάσταση του μνημείου θα κατέστρεφε τον περιβάλλοντα χώρο του βαυαρικού ρυθμού κτιρίου των παλαιών ανακτόρων. Ενα κτίριο κενό βασιλέων από το 1922 (όπως και η χώρα) που ήταν σε χρήση για στέγαση οικοτροφείου μικρών προσφύγων και άλλων κρατικών υπηρεσιών έως το 1929 και που κατά την τελευταία τετραετία Ελευθερίου Βενιζέλου (1928-1932) επελέγη ως μέγαρο για τη στέγαση του Κοινοβουλίου της χώρας. Σαν να απελευθέρωσε ο Βενιζέλος μαζί την ένταση για την επιλογή του τόπου του μνημείου με την τόσο καθοριστική επιλογή του κτιρίου που πριν στέγαζε το παλάτι, αλλά επελέγη να στεγάσει την πρώτη (ιδιαιτέρως εύθραυστη τελικά) Δημοκρατία μας. Εγκαινιάστηκε συμβολικά την 25η Μαρτίου 1932 από την πολιτική και τη στρατιωτική ηγεσία και μάλλον όλοι, πιστοί στο πνεύμα της εποχής, μουρμούριζαν, ανήσυχοι από την καθυστερημένη άφιξη του στρατηγού Κονδύλη, ότι ίσως ετοίμαζε κίνημα.

Γράφτηκαν πολλά για τις δαπάνες, για τα γαλλικά χυτήρια που ανέλαβαν να χυτεύσουν τις ασπίδες που κοσμούν τον περιβάλλοντα χώρο, έγιναν πολλές καταγγελίες από ανθρώπους των τεχνών, ωστόσο όπως κάθε μεταρρύθμιση, συνάντησε αντιδράσεις αλλά τελικά τα ευεργετήματά της καρπώνονται όλοι, καταγγέλλοντες και μη. Ο χώρος «συμπληρώθηκε» για τις ανάγκες των προσκυνητών-επισκεπτών με σειρά ανθοπωλείων στην αρχή της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, για να προμηθεύονται λίγα λουλούδια όσοι ήθελαν έτσι να τιμήσουν τους οικείους, πατριωτικά ή συγγενικά, νεκρούς.

Μας συνοδεύει ηθικά έκτοτε, στα δύσκολα και χαρούμενα γεγονότα μπροστά του παρήλασαν οι ναζί κατακτητές όταν μπήκαν στην Αθήνα, στο κενοτάφιο κατέθεσαν σεπτό στεφάνι ανάπηροι του Πολέμου του 1940 όταν τίμησαν την 28η Οκτωβρίου το 1941 τη συμπλήρωση ενός έτους από τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, μπροστά του γίνεται η ξέφρενη γιορτή της Απελευθέρωσης, εκεί ξεκινάει ο Δεκέμβριος του 1944, εκεί διαδηλώνουμε μαζικά για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα στη δεκαετία του 1950, εκεί πανηγυρίζονται η πτώση της χούντας και η Μεταπολίτευση.

Μας συνοδεύει διακριτικά, δίνοντας κύρος στην «καλή» πλατεία του Συντάγματος ως τόπο μνήμης όσων είναι ευαίσθητοι και αναμνήσεων για όσους από εμάς βίωσαν τα κεντρικά γεγονότα της χώρας μας εκεί, γεγονότα συνολικής συγκίνησης που δείχνουν ότι απομακρύνονται στον χρόνο.

Η ιερότητα δεν βεβηλώνεται από τη βιαστική χρήση, αφού αυτή η χρήση παρέρχεται, η ιερότητα υπάρχει πάντοτε έμμεσα όσο συνδεόμαστε ηθικά με τα μνημεία. Iσως δεν είναι τυχαίο ότι στην ηθική αντοχή του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτου βοηθάει η αληθινή πλευρά του αστικού μύθου, που ήθελε τον γλύπτη να επιλέγει μια κοπέλα, και μάλιστα μια ψιλή λιγνή κολυμβήτρια, για να την έχει ως μοντέλο για να σμιλέψει τον «άγνωστο» αρχαίο οπλίτη στον πωρόλιθο.

Ο κ. Τάσος Σακελλαρόπουλος είναι ιστορικός, υπεύθυνος του Ιστορικού Αρχείου του Μουσείου Μπενάκη.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT