Η σημασία των προηγμένων υλικών για την αποδοτικότερη ψύξη των τεχνολογικών υποδομών ήταν το επίκεντρο της ομιλίας της Julia Carpenter, CEO της Apheros η οποία έχει διακριθεί στον διαγωνισμό «35 Innovators under 35» του MIT Technology Review, στο πλαίσιο του EmTech Europe 2025. Τη συζήτηση συντόνισε η Milagros Pérez Diez, Content Director of Events του MIT TechReview για το EmTech Digital LATAM της Opinno Global.
Δείτε εδώ την ατζέντα του συνεδρίου
«Η ψύξη είναι ζωτικής σημασίας για τα data centers, τα οποία ήδη
καταναλώνουν το 1% της παγκόσμιας ενέργειας για την ψύξη τους. Σε λίγα
χρόνια, η κατανάλωση αυτή αναμένεται να φτάσει το 5%», ανέφερε η κ.
Carpenter. Υπογράμμισε την ανάγκη μετάβασης από την αερόψυξη στην υγρή
ψύξη, καθώς τα νέα τσιπ, όπως το τελευταίο της NVIDIA, απαιτούν χαμηλότερες
θερμοκρασίες λειτουργίας λόγω της αυξημένης ισχύος τους. «Η υγρή ψύξη είναι
πλέον απαραίτητη για τα νέα τσιπ, διότι μειώνει την κατανάλωση ενέργειας
των επεξεργαστών κατά 15% και αυξάνει την απόδοσή τους κατά 21%»,
πρόσθεσε.

Παρουσίασε επίσης τον τρόπο λειτουργίας της υγρής ψύξης εντός των κέντρων
δεδομένων, επισημαίνοντας ότι ένα μεσαίου μεγέθους data center μπορεί να
εξοικονομήσει έως και το 85% του κόστους ενέργειας που απαιτείται για την ψύξη
των servers, ποσό που μπορεί να φτάσει τα 2 εκατομμύρια δολάρια ετησίως. Η
Apheros εφαρμόζει ένα ειδικά σχεδιασμένο μεταλλικό αφρό, τοποθετώντας τον πάνω στα τσιπ των servers. Ο αφρός αυτός βελτιώνει την απορρόφηση του υγρού και ενισχύει τη μεταφορά θερμότητας, αυξάνοντας σημαντικά την απόδοση των
υφιστάμενων συστημάτων ψύξης.
Απαντώντας στο ερώτημα αν η Apheros θα μπορούσε να έχει ιδρυθεί πριν από δέκα χρόνια, η Carpenter σημείωσε: «Μάλλον όχι, διότι η εταιρεία μας βασίζεται σε πρόσφατες έρευνες και η ανάγκη για αυτή την τεχνολογία έχει αυξηθεί λόγω
της μεγάλης ζήτησης για ψύξη στα σύγχρονα κέντρα δεδομένων». Επισήμανε
επίσης την κρίσιμη σημασία της χρηματοδότησης για τη μετάβαση από την
ακαδημαϊκή έρευνα σε εμπορικά προϊόντα, τονίζοντας ότι για την πρώτη εφαρμογή της τεχνολογίας απαιτείται περίπου ένα με δύο χρόνια, ενώ μια πλήρης εφαρμογή μεγάλης κλίμακας μπορεί να διαρκέσει συνολικά πέντε έως δέκα χρόνια.

