Το σινεμά έχει τη µαγεία να εκµηδενίζει τις αποστάσεις, να ακυρώνει το χρόνο, να κάνει τα πάντα δυνατά. Στο Ουζερί Τσιτσάνης συναντιούνται δύο µουσικοί διαφορετικής εποχής και ύφους: ο Θέµης Καραµουρατίδης και ο Βασίλης Τσιτσάνης. Η ταινία –που βασίζεται στο οµότιτλο βιβλίο του Γιώργου Σκαµπαρδώνη, σε σκηνοθεσία Μανούσου Μανουσάκη– φωτίζει τον απαγορευµένο έρωτα ανάµεσα σε ένα Χριστιανό και µια Εβραία, παρακολουθεί τον αφανισµό των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στην Κατοχή και αναπαριστά τη διαδροµή που ακολούθησε ο 26χρονος τότε Τσιτσάνης για τη σύνθεση της Συννεφιασµένης Κυριακής.
«∆εν είχα ξαναγράψει µουσική για τον κινηµατογράφο», λέει ο Θέµης Καραµουρατίδης, που ανέλαβε να αφηγηθεί τις ίδιες ιστορίες µε όχηµα τη µουσική. «Ουσιαστικά ήταν σαν να ξεκινάω από το µηδέν. ∆ιέθετα ωστόσο ένα ισχυρό ένστικτο, το οποίο αισθάνοµαι ότι απέδωσε. Είµαι περήφανος που κατάφερα να οργανώσω την έµπνευσή µου για να ανταποκριθεί στο όραµα ενός άλλου ανθρώπου τόσο ξεκάθαρα». Αναφέρει πως, παρότι ο Τσιτσάνης δεν είναι πρωταγωνιστής της ταινίας, είναι σαν να ξεδιπλώνεται η ιστορία µέσα από τη µατιά του. «Αυτά τα πρώτα χρόνια της καριέρας του µυρίζουν Ελλάδα του ’40. Ακούγοντας 60 τραγούδια µέρα-νύχτα, ήρθα σε επαφή µε το µεγαλειώδες και το απλό. Γιατί αυτό είναι ο ήχος του: καθαρός και απλός. Η µουσική του διακρίνεται από µια φινέτσα. Είναι κοµψός και συναισθηµατικός και τα τραγούδια του είναι κρυστάλλινα, άµεσα και µεγαλόπρεπα. Ακούγεται τετριµµένο, αλλά για µένα αυτό ήταν µεγάλο σχολείο».

Ο Θέµης Καραµουρατίδης

Οι πρωταγωνιστές, Χάρης Φραγκούλης και Χριστίνα Χειλά – Φαµέλη

Ο Μανούσος Μανουσάκης στη διάρκεια των γυρισµάτων.
Το µεγαλύτερο στοίχηµα ήταν να αναβιώσει τα παιξίµατα της εποχής. «Καταβάλαµε τεράστια προσπάθεια για να αφαιρέσουµε χρόνια από τα τραγούδια. Για παράδειγµα, η ταχύτητα µε την οποία παίζεται πλέον το Μπαξέ Τσιφλίκι είναι η διπλάσια από όταν ηχογραφήθηκε». Την ίδια σχολαστικότητα επέδειξε στις ερµηνείες των τραγουδιστριών. «Η Νίνου, η Γεωργακοπούλου δεν είχαν περιττά φτιασίδια στις φωνές τους, το συναίσθηµα δεν εκβιαζόταν. Έπρεπε να πατήσουµε πάνω σε αυτό». Υποστηρίζει πως και ο Τσιτσάνης έφερε στη µουσική του επιρροές και ακούσµατά του, το σηµαντικό όµως ήταν ότι εξέλιξε το υλικό του, το ανέδειξε, κληροδοτώντας κάτι αυθεντικό στις επόµενες γενιές. «∆εν θέλω άλλες επανεκτελέσεις, άλλα τραγούδια του ’50 να γίνουν swing. Ας µην υπάρξει άλλος Τσιτσάνης, ας βγει ένας άνθρωπος να αρθρώσει κάτι καινούριο. Ειδικά στην εποχή που είµαστε, χρειαζόµαστε τη δηµιουργία. Να πάρουµε από το παλιό αγνότητα και φυσικότητα, και να προσθέσουµε νέα στοιχεία».
—Η ταινία κυκλοφορεί από τη Feelgood Entertainment

