Ας ξεχάσουμε πάραυτα την ατέλειωτη, επιφανειακή επιχείρηση κατάδυσης στο αστραπιαίας ταχύτητας, εφευρετικό µυαλό του Steve Jobs µε πρωταγωνιστή τον Ashton Kutcher, έναν ευχάριστο ηθοποιό για κωµωδία και παρεΐτσα. Η νέα ταινία του αεικίνητου Danny Boyle, σε σενάριο του Aaron Sorkin –που µε τα σενάριά του για το Social Network και τα τηλεοπτικά Newsroom και West Wing έχει αποδείξει πως ο έντονος διάλογος και η πολιτική διάσταση των χαρακτήρων δεν µοιάζουν µε µια απλή καταγραφή γεγονότων και συναισθηµατικών καταστάσεων– είναι κάτι παραπάνω από µια απλή βιογραφία. Αποτελείται από τρεις µεγάλες πράξεις, η καθεµιά από τις οποίες πραγµατεύεται την παρασκηνιακή αγωνία που προηγείται των ισάριθµων µεγάλων εµπορικών λανσαρισµάτων του Jobs: του Mackintosh το 1984, του ξεχασµένου Next Cube το 1988 και του iMac το 1998. Ως άλλες Ερινύες, τα πρόσωπα του παρελθόντος τον επισκέπτονται πριν από τα εγκαίνια. Και ο Jobs, ως άλλος Σκρουτζ που έρχεται αντιµέτωπος µε τα φαντάσµατα στα Χριστούγεννα της καριέρας του, ξεδιπλώνει το αιχµηρό αίσθηµα αυτοσυντήρησης και τη µισάνθρωπη φύση του – ένας τσιγκούνης στην καρδιά, που έδερνε µε τη δύναµη του µυαλού του τους «δούλους» του, τους πρώην συνεργάτες, την πιστή εµπορική διευθύντρια, ακόµη και τη Lisa, την κόρη εκτός γάµου που άργησε τόσο πολύ να αναγνωρίσει ως δικό του παιδί.
Ο Michael Fassbender δεν µοιάζει καθόλου στον Jobs, αλλά κατορθώνει ως εκ θαύµατος (και µε τροµερή σχολαστικότητα) να απορροφηθεί πλήρως από και στην προσωπικότητα του Picasso της µοντέρνας τεχνολογίας, περνώντας ρευστά από τον κοστουµαρισµένο πωλητή του πρωτοποριακού προϊόντος του στον γκουρού µε το µαύρο ζιβάγκο – το αφαιρετικό, τελικό look που υιοθέτησε, µε αναδροµικές µατιές στη χίπικη εποχή του γκαράζ της πυρετώδους νεότητας και των πρώτων εφευρέσεων. Το Steve Jobs µετέρχεται τον άφθονο λόγο για να ιχνογραφήσει ζωηρά και ηλεκτρισµένα, σαν µουσική συµφωνία, το πορτρέτο ενός ανθρώπινου γρίφου, δεσποτικού και loner, αντιπαθούς και λαοφιλούς, αδύναµου και µεγαλοµανούς, τον Πολίτη Κέιν των geeks.
Photo: AK Images

