Οι ώρες που ο Robert Storr κλείνεται στο στούντιό του και ζωγραφίζει είναι εκείνες που του δίνουν τη µεγαλύτερη ευχαρίστηση. Όµως, η πολυσχιδής αυτή προσωπικότητα, µία από τις πιο διακεκριµένες µορφές στο χώρο της τέχνης, είναι γνωστός όχι τόσο ως καλλιτέχνης όσο ως κριτικός, συγγραφέας βιβλίων τέχνης, επιµελητής εκθέσεων και καθηγητής. Πρύτανης στη Σχολή Τέχνης του Πανεπιστηµίου Yale για εννέα συνεχή χρόνια, έως και σήµερα, επιµελητής της Μπιενάλε της Βενετίας το 2007, πρώην κυρίως επιµελητής στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (ΜοΜΑ), µεταξύ άλλων, ο Robert Storr βρέθηκε στην Ελλάδα µέσω του Ιδρύµατος Σταύρος Νιάρχος. Ο ίδιος και η οµάδα του (η Barbara London, η Francesca Pietropaolo και η Ελληνίδα Καλλιόπη Μηνιουδάκη) ανέλαβαν µία εικαστική παρέµβαση για το άνοιγµα στο κοινό του Κέντρου Πολιτισµού Ίδρυµα Σταύρος Νιάρχος, που περιλάµβανε προβολή έργων βίντεο διεθνών και Ελλήνων καλλιτεχνών.
Ο Robert Storr µαζί µε τη συνάδελφό του στο Πανεπιστήµιο Yale, Barbara London, διακεκριµένη κριτικό και επιµελήτρια που εργάστηκε στο ΜοΜΑ για σαράντα χρόνια, µίλησαν στη ΓΥΝΑΙΚΑ για το χώρο της σύγχρονης τέχνης, χωρίς να εκφράσουν συγκεκριµένη άποψη για την ελληνική σκηνή, διότι όπως είπαν δεν έχουν διενεργήσει εξονυχιστική έρευνα. Ο Storr µιλάει µε σαφήνεια, εκφράζοντας απόψεις που µαρτυρούν µια ισόρροπη µατιά. Παρ’ όλα αυτά είναι απόλυτος ως προς την ένδεια του κριτικού λόγου στην τέχνη αλλά και την κυριαρχία των επιµελητών. «Ένα από τα µεγαλύτερα προβλήµατα που αντιµετωπίζει ο χώρος της σύγχρονης τέχνης σήµερα είναι αυτή η γενιά των επιµελητών που θεωρούν τους εαυτούς τους φιλόσοφους, ζηλεύουν τους καλλιτέχνες και χρησιµοποιούν τις εκθέσεις ως µέσον για να προωθήσουν την προσωπική τους δόξα. Ανακοινώνουν µεγαλόπνοες εκθέσεις και τίτλους που δεν είναι τίποτα περισσότερο από σλόγκαν…»

H παρουσίαση βίντεο έργων στο ΚΠΙΣΝ είχε σκοπό να φέρει στο κοινό ορισµένα από τα πιο ενδιαφέροντα έργα της video art, από τις απαρχές της ως σήµερα, Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, όπως οι Bill Viola, Francis Alÿs, Stan Douglas και Ann-Sofi Sidén. Ένας από τους στόχους ήταν η εµπειρία να θυµίζει κάτι ανάµεσα σε θέαση αρχαίας ελληνικής τραγωδίας και drive-in κινηµατογράφο.
Όσο για τους κριτικούς της τέχνης που παρακολουθεί, πιστεύει ότι «πολλοί µιλούν µια γλώσσα που µοιάζει να έχει πνευµατικό περιεχόµενο, αλλά στην πραγµατικότητα δεν έχει ουσία, ελάχιστα γνωρίζουν τις έννοιες που χειρίζονται και έχουν ελλιπή παιδεία. Και αυτοί παίζουν το ρόλο του µάνατζερ µέσω της ιδιότητας του διανοούµενου. Διανοούµενος όµως σηµαίνει να µπορείς να σκέφτεσαι πρωτίστως για τον εαυτό σου». Οι αιτίες για την αποδυνάµωση του κριτικού λόγου και τον στρεβλό ρόλο των επιµελητών είναι πολλές, όπως το γεγονός ότι έχει περάσει κυρίως στη µοίρα των διαδικτυακών περιοδικών, τα οποία όµως σπάνια έχουν αρχισυντάκτη που να ελέγχει και να διορθώνει το συγγραφέα, ή –ως προς τους επιµελητές– το ότι η αγορά της τέχνης χρειάζεται εγγυητές αξιών, ανθρώπους που να τις κατασκευάζουν και να τις υποστηρίζουν.
«Οι καλλιτέχνες πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί ώστε να µην τους παρασύρει το χρήµα της αγοράς, διότι πολύ γρήγορα θα τους εγκαταλείψει µε σκληρό τρόπο. Για να µη γίνουν πιόνια στη σκακιέρα, πρέπει να προσέχουν ποιος τους εκπροσωπεί και ποιος αγοράζει τα έργα τους», συµπληρώνει ο Storr.
Κι όταν η κρίση γίνει σκληρή οικονοµική πραγµατικότητα, όπως αυτή που βιώνουν οι Έλληνες αυτήν τη στιγµή, τότε η δηµιουργικότητα αποδυναµώνεται ή αποκτά καινούρια ώθηση; «Υπάρχει µια τάση να µιλάει κανείς για την κρίση µε συναισθηµατισµούς, που δεν µε βρίσκει σύµφωνο. Όµως η κρίση µπορεί να παραγάγει νέες ιδέες και πρωτοβουλίες. Η βίντεο τέχνη για παράδειγµα ξεκίνησε σε µια περίοδο οικονοµικής κρίσης».
Εκείνο που ίσως βαραίνει πιο µόνιµα την τέχνη και την πρόσληψή της είναι η πίεση για την καινοτομία. Ο Robert Storr και η Barbara London προτιµούν τη λέξη «φρέσκο» και όχι καινοτόµο. Θεωρούν επίσης ότι εκείνο που φαίνεται καινοτόµο δεν είναι απαραίτητα και προοδευτικό, και αντίστροφα ότι ένα στυλιστικό ιδίωµα δοκιµασµένο και γνωστό δεν είναι απαραίτητα συντηρητικό. Εκείνο που µετράει είναι «το βάθος της σκέψης πίσω από το έργο». Τελικά η ιστορία της τέχνης αποτιµά δίκαια τι είναι αξιόλογο και τι όχι; Η απάντηση δεν είναι απλή. Ο Robert Storr πιστεύει ότι οι καλλιτέχνες που έχουν αδικηθεί από την ιστορία της τέχνης είναι πολλοί και, όπως λέει η Barbara London, πολλοί από αυτούς είναι γυναίκες, κάτι που προσπαθεί να αποκαταστήσει µέσα από τη δουλειά της.
Η ομολογία είναι µια έκπληξη, προερχόµενη µάλιστα από δύο επιτυχηµένες προσωπικότητες, ενταγμένες σε µεγάλα ιδρύµατα. Όπως επίσης και η διαπίστωσή τους ότι άνθρωποι χωρίς ιδιαίτερη µόρφωση έχουν συχνά ιδιαίτερα ενδιαφέροντα πράγµατα να πουν όταν βλέπουν ένα έργο τέχνης. Όσο για τον πολλές φορές δυσνόητο χαρακτήρα της σύγχρονης τέχνης, ο Robert Storr θεωρεί ότι κανείς µπορεί να προσεγγίσει ακόµα και το πιο σύνθετο έργο αν το αντιµετωπίσει όπως ένας ντετέκτιβ µία υπόθεση. Να αποδεχθεί ότι δεν γνωρίζει, αλλά να µην αισθάνεται µειονεκτικά γι’ αυτό, και στη συνέχεια παρατηρώντας το προσεκτικά να ονομάσει τα κυρίως χαρακτηριστικά του και να απαντήσει στο ερώτηµα γιατί αυτά και όχι κάποια άλλα.
O Storr µιλάει µε την πνευµατική ευελιξία ενός διανοούµενου – τίποτα δεν είναι απόλυτο, ούτε και εγγυηµένο. Η αλήθεια ίσως να βρίσκεται στις αποχρώσεις. Σε αυτό το πνεύµα συστήνει στους νέους καλλιτέχνες «να υπενθυµίζετε στον εαυτό σας ότι αυτό που κάνετε είναι δική σας επιλογή. Βρείτε έναν τρόπο να είστε ανεξάρτητοι οικονοµικά. Μη συγκρίνετε τον εαυτό σας µε τους άλλους. Ο δρόµος είναι µακρύς και µοναχικός, µε εναλλαγές καλής και κακής τύχης. Να είστε δυνατοί και να µην απογοητεύεστε. Πέρα από αυτό, όλα είναι απρόβλεπτα. Το να είσαι καλλιτέχνης δεν είναι καριέρα, είναι µυθοπλασία».
Photo ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΖΗΜΑΣ (This is not another agency*)
SWALLOW 2013, LAURE PROUVOST. COURTESY OF MOT INTERNATIONAL, LONDON AND BRUSSELS, LUX AND LONDON. YANG WILSON. I AM A 19TH CENTURY FACTORY CHIMNEY STACK 2014, VASSILIEA STYLIANIDOU, COURTESY OF THE ARTIST.

