Το 1981, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ είχε περάσει από την άλλη μεριά της κάμερας μεν, συνέχιζε να απολαμβάνει τη θέα από τον λόφο του Χόλιγουντ δε. Εκείνη τη χρονιά, το σκηνοθετικό ντεμπούτο του «Ordinary People» έφευγε από τα Οσκαρ με το μεγάλο βραβείο της Καλύτερης Ταινίας – μια ταινία που του χάρισε επίσης και το μοναδικό «διαγωνιστικό» χρυσό αγαλματίδιο της καριέρας του (πήρε ακόμα ένα τιμητικό, το 2002). Μέχρι και σήμερα, για κάποιους ήταν κατάφωρη αδικία το ότι η ταινία του Ρέντφορντ στέρησε την κορυφαία διάκριση από το «Οργισμένο είδωλο» του Μάρτιν Σκορσέζε, που το είχε απέναντί του.
Μα ο Ρέντφορντ μάλλον αδιαφορούσε για όλα αυτά. Η θέα που πραγματικά τον ενδιέφερε ήταν αυτή της Γιούτα. Το 1981 αποφάσισε να ξεκινήσει το Sundance Institute, δηλαδή να υλοποιήσει την εξής ιδέα: κάλεσε στο θέρετρό του στη Γιούτα δέκα ανερχόμενους κινηματογραφιστές με ταινίες σε προχωρημένο ή τελικό στάδιο παραγωγής και τους έδωσε την ευκαιρία να δουλέψουν μαζί με έμπειρους ανθρώπους της κινηματογραφική βιομηχανίας. Το όνομα του εγχειρήματος γυρνάει πίσω στον χρόνο, εκεί που φαντάζεστε: πήρε το όνομά του από το θέρετρο-βάση του Ρέντφορντ, που με τη σειρά του βαφτίστηκε από έναν εκ των εμβληματικότερων ρόλων της καριέρας του, αυτόν του «Sundance Κid» από το «Butch Cassidy and the Sundance Kid» (1969).
Παράλληλα, τρία χρόνια νωρίτερα, ο πάντα ανήσυχος γόης του αμερικανικού σινεμά βρέθηκε να γίνεται επικεφαλής του Utah/United States Film Festival, που γινόταν -τότε- στο Σολτ Λέικ Σίτι. Το φεστιβάλ ήταν η προσπάθεια να προσελκύσει επισκέπτες μια περιοχή η οποία κατοικούνταν κυρίως από μορμόνους, και να γίνει γνωστή στον κόσμο του σινεμά. Και το έκανε αρχικά χωρίς ρηξικέλευθες φεστιβαλικές αξιώσεις, με κάποια σεμινάρια και ρετροσπεκτίβες – το πρόγραμμα του 1978, λόγου χάρη, είχε προβολές ταινιών όπως «Ο καουμπόι του Μεσονυχτίου» (1968) και το «Λεωφορείον ο πόθος» (1951).
Εως το 1981 το φεστιβάλ συνέχιζε να επιλέγει αδιάφορα ονόματα για τη μαρκίζα του (US Film and Video Festival), έχοντας μετακομίσει πλέον στο Παρκ Σίτι, μία ώρα μακριά δηλαδή από το Sundance. Ο σπουδαίος σκηνοθέτης Σίντνεϊ Πόλακ θα πρότεινε να μεταφερθεί το φεστιβάλ από τους πρώτους μήνες του φθινοπώρου τον Ιανουάριο, μιας και η χιονισμένη Γιούτα θα ήταν ακόμα ένα θέλγητρο για τους δυνητικούς επισκέπτες – εισακούστηκε.
Η «Μέκκα» του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά, από τον Ταραντίνο έως τον Αρι Αστερ

Το 1984, το φεστιβάλ ένωσε τη μικρή απόσταση και πέρασε πλέον στα χέρια του Sundance Institute: μετονομάστηκε σε Sundance Film Festival και άλλαξε μια για πάντα σελίδα. Δεν έγινε απλώς ένα φεστιβάλ που κουβαλούσε ένα, αν μη τι άλλο, βαρύ όνομα του αμερικανικού σινεμά, αλλά ένα φεστιβάλ που ήθελε να αναδείξει το αθέατο αυτού του σινεμά. Με αργά αλλά σταθερά βήματα, το Sundance αναδείχθηκε στη «Μέκκα» του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου, ιδιαίτερα τη δεκαετία του ’90, αναδεικνύοντας μερικούς από τους πιο ενδιαφέροντες σκηνοθέτες, που μας απασχολούν μέχρι και σήμερα.
Ηταν εκεί που το 1989 ο Στίβεν Σόντερμπεργκ παρουσίασε πρώτη φορά το «Σεξ, ψέματα και βιντεοταινίες», κερδίζοντας το Βραβείο Κοινού, πριν σηκώσει λίγο αργότερα και τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες. Το εκρηκτικό ταξίδι του Κουέντιν Ταραντίνο ξεκίνησε στο Sundance, με το «Reservoir Dogs» να σοκάρει το κοινό, αρχίζοντας έτσι μια σπουδαία καριέρα (ακόμα και αν έφυγε χωρίς βραβεία). Οπως και αυτό των αδερφών Κοέν, που παρουσίασαν το άψογο neo noir «Blood Simple», κάποια χρόνια νωρίτερα, το 1985.
Ο Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ, πριν γίνει αυτός που ξέρουμε, παρουσίασε στη Γιούτα μια ταινία που είχε σενάριο με πλήρη άγνοια κινδύνου και μόλις 23.000 δολάρια μπάτζετ, το «Slacker». Το «π» του Ντάρεν Αρονόφσκι, που ο δημιουργός κατάφερε να κάνει συγκεντρώνοντας 60.000 δολάρια από φίλους και γνωστούς, του χάρισε το βραβείο Καλύτερου Σκηνοθέτη το 1998, ενώ το κολεγιακό ταινιάκι του Πολ Τόμας Αντερσον πήρε σάρκα και οστά στα εργαστήρια του Sundance. Είναι και η ταινία που έγινε αργότερα το ντεμπούτο του, το «Hard Eight» (1997). Ο έτερος Αντερσον του αμερικανικού σινεμά, ο Γουές, συστήθηκε με το μικρού μήκους «Bottle Rocket» το 1993, που ξετρέλανε τον Τζέιμς Λ. Μπρουκς τόσο που αποφάσισε να το χρηματοδοτήσει για να γίνει μεγάλου μήκους.

Τη νέα χιλιετία, πάντως, τα φώτα αναπόφευκτα έπεσαν στο φεστιβάλ που τα προηγούμενα χρόνια είχε αναδείξει δημιουργούς σαν τους προαναφερθέντες, οπότε άρχισε να αποκτά και ένα στρώμα χλιδής, ενώ μεγάλα στούντιο άδραξαν την ευκαιρία να σπρώξουν τις ταινίες τους προς μία ακόμα δίοδο. Χαρακτηριστικά, ο Κέβιν Σμιθ, που παρουσίασε στο Sundance το «Clerks» (1994), δεν έχει κρύψει πως αμφιβάλλει για το εάν η ταινία του θα είχε την ίδια τύχη στο φεστιβάλ αν πήγαινε σε αυτό στα τέλη του 2000, αντί για τα μέσα των 90s. Παρ’ όλα αυτά, το φεστιβάλ δεν «ξεπουλήθηκε» ποτέ, συστήνοντας τα τελευταία χρόνια ονόματα όπως η βραβευμένη με Οσκαρ πλέον Κλόι Ζάο αλλά και ο πάντα τολμηρός Αρι Αστερ.
Πολύ απλά, το ανεξάρτητο αμερικανικό σινεμά ίσως να μην είχε τις ίδιες ευκαιρίες χωρίς το Sundance, που τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες έχει αναχθεί σε έναν βασικό διαμεσολαβητή μεταξύ νέων δημιουργών και ευρέος κοινού. Δεν χρειάζεται ένας σκηνοθέτης να μπαίνει στο χολιγουντιανό καλούπι, για να χωρέσει στο Sundance, αν και πολλοί που πέρασαν από αυτό «έσπασαν» το καλούπι και ξαναέγραψαν την ιστορία ακόμα και του εμπορικού κινηματογράφου.

Πίσω από την ταμπέλα του Sundance, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ μπορεί να μην ήταν πάντα πρωταγωνιστής, αλλά παρέμενε ένας σιωπηλός καθοδηγητής, που χωρίς την επιμονή του οράματός του για έναν χώρο που θα αναδεικνύει νέους δημιουργούς, ίσως, το φεστιβάλ να μην είχε εξελιχθεί σε αυτό που ξέρουμε. Μέχρι και τα τελευταία χρόνια έδινε το «παρών» στο φεστιβάλ ως ομιλητής, καθώς και σε άλλες δράσεις του ινστιτούτου του. Γιατί ήταν πρώτα από όλα ένας ακάματος εργάτης του σινεμά και όχι κάποιος που επαναπαύθηκε στις ευκολίες που μπορούσε να του εξασφαλίσει το ότι ήταν ένας από τους ωραιότερους ηθοποιούς που πέρασαν από τη μεγάλη οθόνη.
Το Sundance του 2026 ίσως να είναι και το τελευταίο που γίνεται στην Παρκ Σίτι της Γιούτα, πριν μετακομίσει στο Κολοράντο. Θα κλείσει έτσι και σχηματικά έναν κύκλο αγάπης προς την κινηματογραφική δημιουργία, από όπου και αν προέρχεται, στον οποίο ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, κίνησε τα νήματα.
