Μερικά χρόνια πριν. Βράδυ Σεπτεμβρίου –ο μήνας της μεγάλης σαλονικιώτικης ζωντάνιας, της ΔΕΘ, των «στρατιών» φοιτητών που φτάνουν στην πόλη– στο νέο «Ντορέ» στον Λευκό Πύργο. Δύο μεσόκοποι κύριοι, με κοψιά ηλικιωμένου, σχεδόν ολόιδιοι στο παρουσιαστικό και στην ενδυμασία –σκουρόχρωμο σακάκι, λευκό πουκάμισο–, κουβαλώντας μια ομπρέλα, κάνουν την εμφάνισή τους στον χώρο και όλα τα βλέμματα στρέφονται πάνω τους. Με ένα γλυκό, παιδικό, παιγνιώδες και βαθιά ευγενικό χαμόγελο ξεκινούν να χαιρετούν εγκάρδια τους θαμώνες κάνοντας επιμελώς χειραψίες με όσους περισσότερους γίνεται.
«Είναι ο Μιχάλης και ο Ανέστης, οι “δίδυμοι”», ενημερώνονται από την ομήγυρη οι ελάχιστοι «αδαείς». Ο Μιχάλης και ο Ανέστης. Ο Ανέστης και ο Μιχάλης. Δύο από τις πιο εμβληματικές, αξέχαστες, αξιολάτρευτες μορφές της μεταπολιτευτικής Θεσσαλονίκης. Παρόντες σε όλα τα μεγάλα γεγονότα της πόλης, σύμβολα της «φωτεινής» και συμπεριληπτικής Θεσσαλονίκης για περισσότερες από τέσσερις γενιές κατοίκων, φοιτητών, επισκεπτών, ανθρώπων που έζησαν και ζουν τη Θεσσαλονίκη.
Χθες, Τετάρτη, έγινε γνωστό, μέσω social media, πως ο Ανέστης δεν μένει πια εδώ. Η είδηση άρχισε να διαδίδεται αστραπιαία και προφίλ όλων των ηλικιών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης γέμισαν από αποχαιρετιστήριες αναρτήσεις, σέλφι με τον αγαπημένο Ανέστη και φυσικά συλλυπητήριες ευχές στον έτερο δίδυμο, Μιχάλη. Λίγο αργότερα, μέσω ενός «αυτοσχέδιου» ρεπορτάζ, στόμα με στόμα, θα μαθαίναμε πως ο Ανέστης είχε αφήσει την τελευταία του πνοή πριν από περίπου ένα χρόνο, ενώ σήμερα άνθρωποι κοντά στους «δίδυμους» κάνουν έκκληση στον κόσμο να μη στεναχωρήσει ή ταράξει τον Μιχάλη που φέρεται να αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας.
Εκείνες τις εποχές θα τους συναντούσες στο παλιό Ντορέ, εκεί που έπιναν τον καφέ τους η Μερκούρη, ο Χατζιδάκις, ο Κανελλόπουλος, ο Φούντας και όλοι οι «μεγάλοι»
Γιατί όμως ο Μιχάλης και ο Ανέστης Κόντης αγαπήθηκαν και αγαπιούνται τόσο από τους Θεσσαλονικείς; Η πρώτη απάντηση εντοπίζεται στο γεγονός ότι όλοι έχουν μια ανάμνηση, μια εικόνα, μια στιγμή ή ένα γεγονός στο οποίο συνυπήρχαν με τους «δίδυμους».

Ηταν εκεί από τη δεκαετία του 1980, στις αίθουσες του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης να περιμένουν στις ουρές να βγάλουν εισιτήριο και φυσικά στις σκηνές του ΚΘΒΕ, καθότι ορκισμένοι θεατρόφιλοι. Πάντα εκεί, σχεδόν με την ίδια όψη, με απροσδιόριστη ηλικία, να χαιρετούν, να πιάνουν μια κουβέντα –συνήθως για τα πολιτικά–, να συχνάζουν στους κύκλους των διανοούμενων και καλλιτεχνών της πόλης.
Με χαιρετούσε με χειραψία, όπως και όλον τον κόσμο, μα άμα ήμουν με κάποια κοπέλα με φιλούσε σταυρωτά για να φιλήσει και την κοπέλα
Εκείνες τις εποχές θα τους συναντούσες στο παλιό Ντορέ, εκεί που έπιναν τον καφέ τους η Μερκούρη, ο Χατζιδάκις, ο Κανελλόπουλος, ο Φούντας και όλοι οι «μεγάλοι». Αλλά και στις μεγάλες συγκεντρώσεις του ΠΑΣΟΚ, και άλλων αριστερών κομμάτων, του ΚΚΕ εσωτερικού, του ΚΚΕ, παρότι μάλλον υποστηρικτές του Ανδρέα Παπανδρέου. «Στις εκλογές του ’82, ο Ανέστης μου έλεγε πανηγυρικά “86 δήμους πήραμε”», θυμάται χαρακτηριστικά σήμερα ο καθηγητής Πολιτικών Επιστημών και πρώην πρόεδρος του ΚΘΒΕ, Αρης Στυλιανού. «Με χαιρετούσε με χειραψία, όπως και όλον τον κόσμο, μα άμα ήμουν με κάποια κοπέλα με φιλούσε σταυρωτά για να φιλήσει και την κοπέλα», ανακαλεί επίσης ο ίδιος με νοσταλγία και τρυφερότητα.

Αλλά και οι νεότερες γενιές γνώρισαν και αγάπησαν τους δίδυμους: από τις κινητοποιήσεις στην ΕΡΤ, μέχρι το δημοψήφισμα, τα Pride, αλλά και τα επινίκια κάποιας επιτυχίας του ΠΑΟΚ. Τα τελευταία χρόνια βέβαια η παρουσία τους στην πόλη είχε αραιώσει. Οποτε κανείς συναντούσε τον έναν από τους δύο μόνο στη Στρατού, στην Ολγας ή πέριξ του Λευκού Πύργου θα ρωτούσε με αγωνία για την υγεία του άλλου, περιμένοντας μια καθησυχαστική διαβεβαίωση πως όλα είναι καλά.
Φοιτητές και νέοι άνθρωποι της πιο πρόσφατης «φουρνιάς» της πόλης θυμούνται, πάντως, τον Ανέστη, με μισοκατεβασμένη τη μάσκα προστασίας που φορούσε λόγω κορωνοϊού, να τους χαιρετά και να τους εμψυχώνει στις πορείες, σε φεστιβάλ, σε εκδηλώσεις. Και με υψωμένη τη γροθιά να τους παροτρύνει να «μην το βάλουν κάτω»• με μια ανεπιτήδευτη τρυφερότητα, με μια «άδολη αγάπη», όπως παρατηρεί ο κ. Στυλιανού. Και ίσως αυτή η «άδολη αγάπη» για τους νέους, τους δημιουργικούς και τους ενεργούς ανθρώπους αυτής της πόλης –μαζί με μια παιδικότητα που τους συντρόφευσε σε όλη τους τη ζωή– να εξηγεί γιατί έγιναν ένα μικρό, αλλά διόλου αμελητέο, σύμβολο της Θεσσαλονίκης.

